Η σκούφια
και μεγάλη φιδίσια ουρά
Στο τέλος κοιμήθηκα και ονειρεύτηκα κείνη τη λέξη. Κείνη τη λέξη που μου έλεγε η μάνα μου οπότε μ' αγαπούσε, τότε που ήμουν ακόμα μικρή αλλά, από τότε που σταμάτησα να είμαι μικρή, σταμάτησε και να μου τη λέει.
Δεν μου ξανάπε κείνη τη λέξη η μάνα μου από τότε που σταμάτησα να είμαι μικρή, ίσως έτσι μπορεί να εξηγηθεί και το γεγονός ότι τη θυμάμαι μονάχα στον ύπνο μου αλλά, μόλις ξυπνήσω, την έχω πάλι ξεχάσει, γι' αυτό δεν μπορώ και να σας την πω. Δεν είναι αγάπη μου, δεν είναι φως μου, δεν είναι μάτια μου, ούτε μωρό μου. Είναι κάτι που μοιάζει, κάτι που κάπως τα θυμίζει όλα αυτά αλλά δεν είναι ακριβώς το ίδιο.
Η πρώτη φορά που προσπάθησα να τη θυμηθώ δεν ήταν την ώρα που πηγαίναμε μαζί αλλά την ώρα που επέστρεφα μόνη μου, όταν είχε γίνει πλέον απολύτως βέβαιο ότι δεν υπήρχε περίπτωση να την ξαναδώ. Τότε άρχισα να κάνω τα συρτάρια της μνήμης μου άνω κάτω -εκείνη η λέξη, που 'ναι κείνη η λέξη- αλλά πάλι απέτυχα, δεν μπόρεσα να τη θυμηθώ. Ούτε και τώρα μπορώ, όσες φορές κι' αν προσπαθώ, πάντοτε αποτυγχάνω -τώρα πια σχεδόν δεν αντέχω ούτε και να προσπαθήσω.
Φαίνεται όμως ότι χτες ήταν απολύτως απαραίτητη η επιστράτευση αποθεμάτων εκτάκτου ανάγκης, γι' αυτό και η λέξη, εκείνη η χαμένη μέσα στη μνήμη λέξη, ήρθε στον ύπνο μου και με βρήκε μόνη της. Έμεινε μάλιστα -έτσι νομίζω τουλάχιστον- μαζί μου πάρα πολύ, σχεδόν όλη νύχτα. Για μια ακόμη φορά απολύτως διαθέσιμη και οικειοθελώς.