Ετικέτες

Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Ο Ερωτικός Παπαδιαμάντης

«Και εξ όλων των καρπών ο μόνος, όστις δεν χρήζει ούτε καιρού ούτε ώρας δια να ωριμάσει είναι ο σατανικός έρως.» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, "Οι έμποροι των Εθνών"

 

Ίσως δεν είναι ευρύτερα γνωστό ότι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο κοσμοκαλόγερος της ελληνικής πεζογραφίας, που γεννήθηκε και πέθανε στη Σκιάθο (1851 - 1911), δεν ήταν απλώς ένας ηθογράφος, ούτε ένας φτωχός άγιος, αλλά ένας άνθρωπος που κυβερνά μεγάλα πάθη και καταφεύγει στο γράψιμο για να τα ξορκίσει.

Όχι ιδιαίτερα κατανοητός ούτε ευπρόσδεκτος από τους περισσότερους διανοούμενους της εποχής του, ο Παπαδιαμάντης δεν ευτύχησε, κατά την διάρκεια της ζωής του, να δει τυπωμένο σε βιβλίο ούτε ένα δικό του έργο. Αν και μετά τον θάνατό του εγκωμιάστηκε σχεδόν από όλους, οι υπέρμαχοι της ελληνορθόδοξης παράδοσης τον είδαν σαν έναν λογοτέχνη αφιερωμένο στον θεό και ελάχιστοι αναζήτησαν το ερωτικό στοιχείο μέσα στα έργα του. Το 2010, ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης συνέλεξε και ανθολόγησε σε έναν τόμο τα καλύτερα ερωτικά του διηγήματα, αναδεικνύοντας ένα ανεξερεύνητο ερωτικό σύμπαν που διαπνέεται από την ποίηση του ανεκπλήρωτου και την υπερβατική ωριμότητα της ερωτικής στέρησης. Πειθαρχώντας στα "πρέπει" της εποχής και της ακεραιότητας του χαρακτήρα του, ο Παπαδιαμάντης γίνεται συγκινητικά ερωτικός και ταυτόχρονα ασκητικός, χωρίς ίχνος στενόψυχης θρησκοληπτικής τυπολατρείας. Στοργικός αφηγητής της ζωής των ταπεινών και καταφρονεμένων αλλά και υμνητής της φύσης, καταδύεται βαθιά στις ψυχές των ανθρώπων, ενώ παράλληλα αναφέρεται στο φυσικό περιβάλλον της Σκιάθου, με περιγραφές από θάλασσες, χαράδρες, ρεματιές, υψώματα και τις ιδιαιτερότητες της βλάστησης. 

"Μικρός εζωγράφιζα αγίους, είτα έγραφα στίχους", λέει ο ίδιος στην λιτή και ταπεινή του αυτοβιογραφία. "Το 1882 εδημοσιεύθησαν Οι 'Εμποροι των εθνών... Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδες". Tο 2003, τρείς ερασιτέχνες μουσικοί μελοποιούν 12 νεανικά του ποιήματα για τις ανάγκες της θεατρικής διασκευής του έργου "Φόνισσα" που παρουσιάστηκε από τη θεατρική ομάδα του δήμου Ιεράπετρας και, από το 2006, τα τραγούδια κυκλοφορούν σε CD με τη συμμετοχή γνωστών τραγουδιστών και τίτλο "Το σκοτεινό τρυγόνι".
 
 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το σκοτεινό τρυγόνι Full album

 

Βαθύτατα ποιητικός μέσα στον πεζό λόγο, μοναχικός και κλεισμένος στον εσωτερικό του κόσμο, ζητά πνευματική ανακούφιση ζωγραφίζοντας αναμνήσεις και ζωντανεύοντας θρύλους. Το περιεχόμενο της πεζογραφίας του περικλείεται μέσα σε μια δική του φράση: "Το έπ' έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη". Κατάνυξη, θάλασσα και αγώνας για επιβίωση, μαζί με τα πάθη που αγωνιζόταν να κρατήσει σε ισορροπία, ήταν όλη του η ζωή. 

Η φτωχική και βασανισμένη του πορεία, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το ποτό και το τσιγάρο που τού έγιναν πάθος, κατέστρεψαν την υγεία του και τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο. Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας συγγραφέας που εξυψώνει την ερωτική διάθεση στο δικό του σύμπαν, εκεί όπου η εγκαρτέρηση ανταμώνει και σμίγει αρμονικά με τη θλίψη. Όσα ερωτικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη συμπεριλαμβάνονται στην Ανθολογία του Χριστόφορου Λιοντάκη, που κυκλοφορεί με τον τίτλο "Ερωτικός Παπαδιαμάντης", από τις Εκδόσεις Πατάκη, (κάποια από τα οποία βγήκαν στο φως της δημοσιότητας μετά τον θάνατό του) έψαξα και τα βρήκα στον ιστόχωρο papadiamantis.org, και τα παραθέτω κατά χρονολογική σειρά δημοσίευσης: 

 

 

Επιλεκτικές αναφορές

Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Πάσχα στο φούρνο


Ι. Oι μεγάλες λύπες


Eκείνο το πρωί που ο πατέρας κι η μητέρα γύρισαν από το ταξίδι, ήμαστε έξω στο δρόμο και παίζαμε με τ’ άλλα τα παιδιά. 

- O Γιαννάκης τα φυλάει!
- Kαλά, κι εγώ δεν παίζω, Θοδωράκη!
- Mιχαλάκη, θα σε βαρέσω.
- Kι εγώ θα σε βαρέσω.

Έρχεται τότε έν' αμάξι μακρουλό και σταματάει απ’ έξω από το σπίτι μας. Kι εγώ, κι ο αδερφός μου ο πιο μικρός, και τ' άλλα τα παιδιά παρατούμε το παιγνίδι και πάμε στ’ αμάξι. Eίχε απάνω στρώματα ριγωτά, σιδερικά του κρεβατιού με χρυσά πόμολα, του κομού το μάρμαρο, κι αψηλά αψηλά έν' αρνάκι· έν' αρνάκι ζωντανό. H θεια μου μας φώναξε μέσ’ από το παράθυρο:
- Nά, σας φέρνουνε κι έν' αρνάκι!
          
 

Όλα τ' αρνάκια του κόσμου είν' όμορφα - και ποιο δεν είναι; Kαι το δικό μας ήταν όμορφο, κι ας ήταν μοναχά άσπρο - και τίποτ' άλλο. Πολλά έχουνε πινελιές, πότε στο πόδι, πότε στην ουρά, πότε στη μούρη. Tούτο δεν είχε τίποτα… Όμως, μόλις το κατεβάσανε κάτω, έδειξε τόσο καλό! Eμένα, με πήρε ευθύς ξωπίσω. Tρέχω εγώ, τρέχει κι εκείνο. Aνεβαίνω εγώ, ανεβαίνει και κείνο. Eίχε κάτι ποδαράκια, το πετσί και το κόκαλο! Kαι, καθώς πηδούσε, νομίζεις πως θα σπάσουν στη μέση τα γόνατά του. Σαν τρελό.

T' αγκαλιάζω απ' το λαιμό, βάνω το κούτελό μου πάνω στο δικό του και του λέω:
- Bρε κουτό, πού με ξέρεις;
Έκανε σα να με ξέρει!
Ύστερ’ από λίγο, ήρθανε κι ο πατέρας με τη μητέρα. O πατέρας εγκρίνιαζε, είπε πως είμαστε αδύνατοι, πως το σπίτι είναι υγρό και πρέπει να βρούμε άλλο.

Aλήθεια, ξέχασα: θέλουμε να περάσουμε στ’ αρνάκι ένα κομμάτι σχοινί απ’ το λαιμό, για να μη μας φύγει.
- Ωσότου να του βάλουμε την κόκκινη κορδέλα! είπε η μητέρα.
Σκέφτηκα κι εγώ πως, αν είχε μια κόκκινη κορδέλα, θα ’τανε, αλήθεια, τρέλα απ’ την ομορφιά.
- Eγώ θα του την περάσω.
- Aν τα καταφέρνεις! είπε κείνη και γέλασε.
Mα το αρνάκι ήτανε πάντα τόσο κοντά με μας, που το σχοινί του σερνόταν χάμω ή μπερδευόταν στα πόδια του.
          
 

Ήταν στα μισά της Σαρακοστής, στα τέλη του Μάρτη, και, κατά τα μεσημέρια, ο καιρός έδειχνε ανοιξιάτικος. Ανοίγαμε την πόρτα κατά το περιβολάκι, το πουλάκι πάνω στο κλουβί κελαδούσε, στο δρόμο γινόταν ησυχία άκρα, και τη γιαγιά την έπιανε νύστα. Έγερνε το καλογερίστικο το κεφάλι της πάνω στο ξυλένιο το πόμολο του καναπέ… Αχ, πού να κλείσει μάτι, αν δεν ησύχαζε κείνο! Σηκωνόταν απάνω, το ’πιανε, το πήγαινε στη γωνιά κι ήθελε εκεί με το στανιό να το ξαπλώσει.
- Κοιμήσ’! Κοιμήσ’!
Μα εκείνο δεν ήταν άξιο μήτε για μια στιγμή να την ξεγελάσει. Μονομιάς, να σηκωθεί! Του ζουλούσε κείνη το λαιμό, κείνο πατούσε τα μπροστινά του πόδια στερεά χάμω, για νά ’βρει πάτημα να ξανασηκωθεί· μα το νύχι του γλιστρούσε στο πάτωμα, και πάλι ξαπλωνόταν χάμω· και πάλι έβανε τη φόρα του· έκανε σαν άγριο άλογο που γλίστρησε στον πάγο κι έπεσε, και πάσχει.
- Μυαλό που το ’χεις, καημένη μητέρα! έλεγε η θεια μου, με τα γέλια· να βάλεις τ’ αρνί να κοιμηθεί…
Τότε, το ’παιρνα εγώ και τρέχαμε στο δρόμο, ως τη γωνία. Για κείνο είχα ξεχάσει και το γατάκι και τη μαϊμού της γειτόνισσας, που ερχόταν στα κρεβάτια μας κι έκανε τούμπες γύρω απ’ τις σιδερένιες ρίγες.
          
Εκείνο τον καιρό το γρασίδι δεν ήταν και πολύ μακριά απ’ το σπίτι. Πράσινο χορταράκι ξεφύτρωνε κάμποσο παραπέρα, ώς είκοσι λεπτά δρόμο· πράσινο χορταράκι σε λακκούβες, σε ισιώματα, άκρη σε πεσμένους τοίχους· κάπου κάπου, και κόκκινες παπαρουνίτσες, με την ογρή τη μυρωδιά, που μυρίζει μουσκεμένη γης. Τότε, έμαθα πως το χόρτο το λένε «γρασίδι» και πως το αγαπάνε τα πρόβατα, όπως εμείς, τα παιδιά, αγαπάμε τις πατάτες. Λοιπόν, πιο πολύ από όλα, μ’ άρεσε να πηγαίνω τότες κοντά στ’ αρνάκι, να σκύβω μπροστά στη μούρη του, και να τ’ ακούω να τρώει. Εκείνο καθόλου δεν με πρόσεχε, μόνο κάπου κάπου γυρνούσε τη μούρη του και κατά μένα κι έκανε «χου»· ύστερα ξανάπιανε το γρασίδι. Κι εγώ, τ' άκουγα να το ξεριζώνει απ’ το χώμα, και την ίδια ώρα, να το κόβει με τα δόντια, να το μασουλίζει… χραπ, χραπ, χραπ, χραπ… έκοβε, έκοβε, σα να πεινούσε χρόνια και χρόνια, ή σα να φοβόταν πως το γρασίδι ήθελε σωθεί. Χραπ, χραπ, χραπ, χραπ… Ούτε πουλάκι τόσο γλυκά δεν κελάδησε, όσο τρώει έν’ αρνάκι το γρασίδι. Κι έπειτα ν’ ακούς από τόσο σιμά ένα πρόβατο να τρώει είναι σα να μπαίνεις στο πιο βαθύ το μυστικό που έχει.

Ήθελα να το φιλήσω, μα το μαλλί του συχνά ήτανε πηχτό, κολλημένο απ’ τις λάσπες, είχε και φούχτες σκόνη επάνω του, και μύριζε. Δεν μπορούσα να το φιλήσω, όμως μου άρεσε να το μυρίζω. Της κότας τα πούπουλα και του προβάτου το μαλλί είναι δυο μυρωδιές που σου μαθαίνουνε πολλά, πιο πολλά κι από ένα παραμύθι. Και μια μέρα, όλ’ αυτά τα καταλαβαίνεις, μα τα παραμύθια τα λησμονάς και πάνε.
          
Πολλά πολλά μου 'μαθε τ’ αρνάκι, με τα πηδήματά του, με τα τρεχάματά του, με τα δόντια του, με την αγκαλιά του, που έφτανε ώς το λαιμό του. Πολλά πράματα ωραία, που δεν τα 'μαθα στο σχολειό και που δεν ξέρω να τα πω. Έβλεπα αρνάκια και πρώτα απάνω, τις τετράψηλες καμάρες - τα πλατάνια - χάμω τα θολά νερά των αυλακιών, και στο πλευρό, τα μεγάλα τα μαντριά με τα πολλά τα πρόβατα. Και στο σπίτι μας μέσα στη σάλα, ήταν αρνάκια - ζωγραφιστά. Ήταν ένα κάδρο στον τοίχο… Στο βάθος, φεγγαράκι κοκκινωπό. Εδώ κι εκεί, σκοτεινά ρείκια και θυμάρια. Έν’ αμαξάκι εξοχικό, πήγαινε. Στη μέση, ένα κοπάδι πρόβατα, το ένα πάνω στ’ άλλο· και ξοπίσω η βοσκοπούλα, κι είχε - για φαντάσου! - είχε έν’ αρνάκι περασμένο στο λαιμό της: με τα χέρια της, κρατούσε τα ποδαράκια του, δυο δυο. Η μαμά μού ’λεγε πως το κάδρο είχε γίνει απάνω στο τραγούδι: «Μια βοσκοπούλα - τ’ αρνί της χάνει - στην ερημιά». Μα στο κάδρο, η βοσκοπούλα το είχε ξαναβρεί τ’ αρνάκι της, και το 'χε βάνει έτσι, να την αγκαλιάσει. Ωστόσο, όλα εκείνα τ’ αρνάκια ήτανε ξένα· τούτο ήτανε δικό μου. Τ' άλλα ήτανε σαν ψεύτικα· αυτό ήτανε ζωντανό. Άλλο είναι να ’χεις ένα πράμα δικό σου, και να σ’ αγαπάει.
 
 

Κάθε Μεγάλη Παρασκευή, ο ουρανός συννεφιάζει κι αλαφροψιχαλίζει. Η μητέρα λέει: «Κι ο ουρανός πενθεί». Έπειτα, αρχίζουν οι λυπητερές καμπάνες. Ο δρόμος, γεμάτος παιδιά. Σμίγουν, χωρίζουν, βαράνε στράκες, ανάβουν από κείνες τις «τρελές», σου ’ρχονται ανάμεσα στα πόδια. Κάπου κάπου, από μακριά, ακούς και τα βαρελότα.
         
Τ’ απόγεμα, σε πηγαίνουν στην εκκλησία ν’ ασπαστείς. Μα πού βρίσκονται σήμερα τόσα παιδιά; Άλλα παιδιά και δω! Τα πιο πολλά κορίτσια. Κι όλες τους κάτι κάνουν, κάτι σιάχνουν, κάτι φέρνουν, κάτι καταπιάνουνται. Η εκκλησία, περιβόλι. Κι η καρδιά του περιβολιού, η Άγια Τράπεζα, στημένη στη μέση· έν’ άσπρο μεταξωτό πανί, κι απάνω χρυσοκέντητος ο Ιησούς Χριστός, πεθαμένος ο Ιησούς Χριστός… κρύο το χρυσάφι του, κρύα τα τριαντάφυλλα που είναι σκόρπια πάνω του και τα πιότερα χάμω… Σου ’ρχεται να κλάψεις, και πάλι ντρέπεσαι· καλά καλά δεν καταλαβαίνεις τι σου γίνεται· λες: «καλύτερα να φύγουμε», κι όμως πιο πολύ θέλεις να μείνεις. Κι εσύ δεν ξέρεις… Μα εκείνο που δεν το θέλεις καθόλου, είναι να περάσεις από κάτω απ’ την ΆγιαΤράπεζα, μια, δυο, τρεις φορές – να μπεις απ’ τη μια μεριά και να βγεις απ’ την άλλη· και τ’ άλλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, να σε κοιτάνε… Κι όμως πρέπει, αλλιώς δε γίνεται.
          
Όταν φύγαμε για ν' ασπαστούμε τον Επιτάφιο, ήθελε νά ’ρθει και τ’ αρνάκι. Σκοτώθηκε να μας πάρει ξοπίσω! Κι άμα το αποτράβηξαν, τίναξε το σχοινί του και ξέφυγε και μας έφτασε. Τότε, γυρίσαμε πίσω, για να το ξεγελάσουμε και να μείνει. Κι εγώ, πρώτη φορά τότε του θύμωσα και, στο θυμό μου, του ’δωσα μια πάνω στο κεφάλι. Στο τέλος, το ’δεσα σφιχτά απ’ το δέντρο, να φωνάζει εκεί του κάκου. 

 

Στο γυρισμό, τ’ αρνάκι έλειπε! Η αυλίτσα ήταν μούσκεμα στα νερά, κι εκείνο έλειπε.
- Τ’ αρνάκι μάς έφυγε! είπε η μητέρα. Έφυγε τ’ αρνάκι; Και ποιος τ’ άφηκε να φύγει; Πού είχατε το νου σας;
Πρώτη μου φορά θύμωσα που με πήραν τα κλάματα.
- Εγώ θα πάω να το βρω! είπα. Γιατί στοχάστηκα πως κι εγώ έφταιγα. Έν’ από τα δυο: ή το ’κανε επειδή το χτύπησα και δεν τ’ αγαπούσα, ή - το κακόμοιρο - έτρεξε να μας βρει και χάθηκε.
«Μια βοσκοπούλα - τ’ αρνί της χάνει - στην ερημιά…»
- Τέτοια ώρα, πού θα πας; φώναξε η μητέρα. Τώρα νύχτωσε, θα περάσει κι ο Επιτάφιος.
- Εγώ θα πάω! φώναξα με τα κλάματα. Κι έτρεξα κατά την πόρτα. Μα το ’λεγα επίτηδες. Πού να πάω; Εγώ περίμενα να κάνω τους άλλους να κουνηθούν… Στάθηκα κι αφουγκραζόμουν, μήπως ακούσω απ’ τα στενά τη φωνή του. Τίποτα! Μοναχά οι στράκες, τα βαρελότα… Γύρισα κατά μέσα. Στο μαγερειό, ήτανε κιόλας φως. Είχαν ανάψει τη λάμπα, και σ’ ένα τραπέζι απάνω βρίσκονταν ένα σωρό κόκκινα κόκαλα, κόκκινα κρέατα και πέτσες άσπρες. Η θεια μου είχε ένα ξυλαράκι, ψιλό σα μολύβι, και γρήγορα, το περνούσε μέσα από τ’ αντεράκια που δεν είχαν τελειωμό. Στάθηκα και κοιτούσα κι απολησμονήθηκα. Όμως μονομιάς ξανάρθα στο σκοπό μου.
- Πάμε να βρούμε τ’ αρνάκι! Πάμε να το βρούμε! Έλα σήκω!
Και την τραβούσα.
Μπα! Μήτε σάλευε, μήτε με παρηγορούσε κανείς.
Στο τέλος, είπε η μητέρα:
- Αύριο, άμα ξημερώσει, θα στείλω εγώ άνθρωπο να το βρει, να μας το φέρει.
Μα όχι, ώς το πρωί θα μας το ’χουν πάρει σ’ άλλο σπίτι· μπορούσαν να το βρούνε οι λύκοι να το φάνε!
- Τώρα θέλω, τώρα! Θύμωσα, χτύπησα τα πόδια μου, κουνούσα το τραπέζι, έσχισα το τετράδιό μου που έγραφα τις αριθμητικές… Τότε η μητέρα μου μ’ έπιασε απ’ το χέρι και μου ’δωσε μια μπάτσα στο μάγουλο.
- Δεν ήθελα να σε χτυπήσω τέτοια μέρα, μα εσύ είσαι θηρίο.
Κι εγώ τα παράτησα πια όλα! Έτρεξα μέσα, στον καναπέ της γιαγιάς, ανέβηκα πάνω, έγινα όλος μια φούχτα, κι εκεί, στα σκοτεινά, ζούλησα το κούτελό μου πάνω στα «μακάτια» που μύριζαν αλαφρό λιβάνι, κι έκλαιγα. Μ’ έτσουζε το μάγουλό μου, μα δεν έκλαιγα γι’ αυτό. Καλά να πάθεις! έλεγα στον ίδιο τον εαυτό μου. Εσύ πονάς· εκείνο τάχα δεν πονούσε, που το χτύπησες στο κεφάλι; Κι άλλες, κι άλλες μπάτσες να φας στα μάγουλα! Ακούς, να χαθεί τ’ αρνάκι και κανέναν να μην τον μέλει! Ώς αύριο! Τόσες ώρες, ώς αύριο το πρωί! Και να το ’χω και χτυπήσει στο κεφάλι!…


 

Μήτε αύριο, μήτε ποτέ. Δεν εξαναβρέθηκε. Μου 'μεινε πάλι η γάτα κι η μαϊμού της γειτόνισσας. Πέταξα τη γαβάθα του, που του ζύμωνα κάποτε το φαΐ του, και την έσπασα. Είχα βρει και μια κόκκινη κορδέλα να του περάσω στο λαιμό, άμα θα γινόταν Ανάσταση. Και μ’ αυτήν ετριπλόδεσα της γάτας το λαιμό, που παραλίγο να την πνίξω. Όχι! Ένα παιδί, άμα αγαπάει έν' αρνάκι, στιγμή να μην τ’ αφήνει από κοντά του! Αν είναι σκύλος, ή γάτα, ή πουλί, δεν πειράζει. Αυτά το θέλουνε το σπίτι, και το κατοικούνε. Μα το αρνάκι αγαπάει την εξοχή και φεύγει, και χάνεται.
 

Tέλλος Άγρας, από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975












ΙΙ. Πάσχα στο φούρνο
 

Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά.
Άνοιξα το φούρνο με θυμό τι φωνάζεις είπα
σε ακούνε οι καλεσμένοι.
Ο φούρνος δεν καίει, βέλαξε
κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική
χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας.

Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι.
Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια ο σβέρκος
το χορτάρι η βοσκή τα κατσάβραχα
η σφαγή. 

Κική Δημουλά, Ποιήματα, Εκδόσεις Ίκαρος


Photo

Κοινοποιήθηκε

 

 

Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

Η αθλιότητα της εντατικοποιημένης κτηνοτροφίας

The reality of intensive farming

Η εντατικοποίηση της κτηνοτροφίας πρέπει να σταματήσει. Οι κυβερνήσεις και οι πωλητές πρέπει να συμβάλουν σ' αυτό. Η μεταχείριση των ζώων πρέπει να αλλάξει ριζικά και ο αριθμός τους να μειωθεί. Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να τρώμε κρέας, αυτό πρέπει να προέρχεται από ζώα που έχουν ζήσει καλά, και να έχει καλή ποιότητα και χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Η καπνοβιομηχανία είναι υποχρεωμένη να απεικονίζει στα πακέτα των τσιγάρων τις επιπτώσεις του καπνίσματος στην υγεία, γιατί λοιπόν και η εντατικοποιημένη κτηνοτροφία να μην υποχρεωθεί να κάνει το ίδιο; 

Πηγή: Cigarette packs show diseased lungs – for the sake of our planet let’s show the reality of intensive farming via Philip J Lymbery

 

Δείτε επίσης: Ανθρωπιστικό "ξέπλυμα", (THE CONCEPT OF “HUMANE-WASHING”): Αν θέλουμε να υπερασπιστούμε τα ζώα αλλά και τους ανθρώπους που καταναλώνουν αυτά τα προϊόντα, οφείλουμε να αναδείξουμε τι κρύβεται πίσω από τις ειδυλλιακές εικόνες και ετικέτες που χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας ζωικών προϊόντων για να διαφημίσουν τα προϊόντα τους. Οι χαρακτηρισμοί "μεγαλωμένα με ανθρωπιστικό τρόπο" ή "σύμφωνα τις αρχές της ευζωίας των ζώων" ΔΕΝ ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Αυτοί που πουλούν κρέας, γάλα, αυγά και τα παράγωγά τους καταφεύγουν στις παραπλανητικές διαφημιστικές τακτικές προώθησης των εμπορευμάτων, διότι γνωρίζουν ότι οι καταναλωτές ενδιαφέρονται για την καλή μεταχείριση των ζώων που εκτρέφονται για παραγωγή τροφής. 



Δείτε γιατί η εντατικοποιημένη χοιροτροφία μοιάζει με την ίδια την κόλαση


 

 

 

Image2 at facebook/AnimalEquality

Image3 at animalequality/blog

Image4 at kinderworld/pig-farms -- facebook/story

 

Σχετικός σύνδεσμοςΈκκληση προς τους κτηνιάτρους να στηρίξουν την καμπάνια για το τέλος της βιομηχανοποιημένης κτηνοτροφίας   

 

 

 

"Πώς γίνεται να τρώνε τους ασθενείς τους";


Δημοσιογραφική έρευνα της Karen Asp, στην ιστοσελίδα sentientmedia.org at https://sentientmedia.org/why-arent-more-veterinarians-vegan/


Why Aren’t More Veterinarians Vegan?   

Απόδοση στα ελληνικά, Κάκη Πριμηκύρη, DVM[1*]


«Επιλέγοντας να υπηρετήσω την κτηνιατρική επιστήμη, ορκίζομαι ότι θα χρησιμοποιήσω τις επιστημονικές μου γνώσεις και δεξιότητες για το καλό της κοινωνίας, και θα προστατεύω την υγεία και την ευζωία των ζώων, προλαμβάνοντας και ανακουφίζοντας τον πόνο τους. Ορκίζομαι επίσης ότι θα υπερασπίζομαι την διατήρηση των ζωικών πόρων, την πρόοδο της ιατρικής γνώσης και την δημόσια υγεία». 

 

Αυτό που μόλις διαβάσατε είναι ένα απόσπασμα από τον όρκο των κτηνιάτρων (Veterinarian's Oath), όπως διατυπώνεται από την Αμερικανική Κτηνιατρική Ένωση (American Veterinary Medical Association). Οι περισσότεροι κτηνίατροι που ασχολούνται με τα ζώα συντροφιάς εργάζονται σκληρά για να σώζουν ζωές. Ατέλειωτες ώρες κάθε μέρα, φροντίζουν κατοικίδια, ως επί το πλείστον σκύλους και γάτες, και συχνά οι προσπάθειές τους είναι συγκινητικές. Όλοι τους έχουν δώσει έναν όρκο που δεν περιορίζεται στα ζώα συντροφιάς. 

Κατά πόσον όμως ο όρκος αυτός είναι συμβατός με τις διατροφικές επιλογές των κτηνιάτρων; Βεβαίως οι κτηνίατροι που ασχολούνται με τα ζώα συντροφιάς δεν τρώνε σκύλους και γάτες, τρώνε όμως άλλα είδη, όπως βοοειδή, πουλερικά και χοίρους, ζώα που έχουν ακριβώς τις ίδιες ανάγκες και επιθυμίες. Ο σπισισμός είναι ασφαλώς ένα κοινωνικό ζήτημα, όταν όμως αυτοί που επιλέγουν να τρώνε κάποια είδη ζώων, ενώ εργάζονται για να σώσουν την ζωή κάποιων άλλων, είναι οι ίδιοι που έχουν ορκιστεί να τα προστατεύουν όλα, τότε τίθεται ζήτημα, γιατί εδώ εμπεριέχεται μια αντίφαση, μια αντίφαση εντυπωσιακή, στην οποία κάποιοι βίγκαν συνάδελφοί τους έχουν αρχίσει να αναφέρονται ολοένα και περισσότερο.

«Πώς γίνεται να τρώνε τους ασθενείς τους;», αναρωτιέται ο συγγραφέας του βιβλίου «The Clean Pet Food Revolution», Ernie Ward, ένας χορτοφάγος κτηνίατρος από το Καλαμπάς της βόρειας Καρολίνας. Όταν έθεσε στον εαυτό του την παραπάνω ερώτηση, ο Ward σταμάτησε να τρώει ζώα, για το καλό όχι μόνο των ζώων αλλά και της ίδιας του της υγείας. «Γιατί δεν είναι βίγκαν οι περισσότεροι κτηνίατροι; Γιατί τουλάχιστον δεν αναρωτιούνται αν είναι σωστό να κάνουν τα πάντα για να σώσουν τις ζωές ορισμένων ειδών, ενώ τρώνε κάποια άλλα;», ρωτά. Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση δεν είναι εύκολη γιατί προϋποθέτει μια ριζική αλλαγή θεώρησης των πραγμάτων, όχι μόνον από τους κτηνίατρους αλλά και από τις κτηνιατρικές σχολές. Γιατί οι κτηνιατρικές σχολές είναι αυτές που καλλιεργούν, προάγουν και επιβάλλουν τον σπισισμό.

Όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και οι κτηνίατροι γεννιούνται και μεγαλώνουν σε έναν κόσμο, και πιθανότατα και σε μια οικογένεια, όπου η κατανάλωση κρέατος θεωρείται κάτι φυσιολογικό. «Δεν διαθέτουν μεγαλύτερες αντιστάσεις στα βαθιά ριζωμένα μηνύματα της διατροφικής κουλτούρας, μέσα στην οποία έχουμε όλοι ανατραφεί», λέει η διατροφολόγος σκύλων από την Φλόριντα, Diana Laverdure-Dunetz

«Αναμφισβήτητα, η κουλτούρα που επικρατεί στις κτηνιατρικές σχολές αποτελεί κατεστημένο. Όσο και αν μερικοί προσπαθούν να το αμφισβητήσουν αυτό, πρόκειται για κάτι πολύ συγκεκριμένο», λέει ο δόκτορ Ward, και περιγράφει τον τρόπο με τον οποίον ορισμένα ζώα, όπως οι γάτες, οι σκύλοι, ορισμένα πτηνά και τα άλογα, κατηγοριοποιούνται ως ζώα κοντινά προς τους ανθρώπους, πράγμα που σημαίνει ότι θεωρείται πως έχουν συναισθήματα και μπορούν να νοιώσουν πόνο. «Από την πρώτη μέρα της φοίτησης στην κτηνιατρική σχολή, διδάσκεσαι να αντιμετωπίζεις αυτά τα ζώα σαν να ήταν μικροί άνθρωποι». Δεν είναι όμως έτσι και για τα «άλλα»

Όταν οι φοιτητές της κτηνιατρικής έρχεται η στιγμή να ασχοληθούν με μεγαλύτερα ζώα και να διδαχθούν για την αλυσίδα παραγωγής της τροφής, οι απόψεις αλλάζουν. «Εκείνο που πρώτα αλλάζει είναι η γλώσσα, και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείς φράσεις του τύπου 'αυτό το ζώο υποφέρει' και άλλα τέτοια παρεμφερή», λέει ο Ward, επισημαίνοντας επίσης ότι η πίεση της «κοινής γνώμης», όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα στην κοινότητα των συμφοιτητών και των συναδέλφων, αποτρέπει ακόμη περισσότερο την έκφραση αντίθετης άποψης ή διαμαρτυρίας. «Αν και τα παραγωγικά ζώα είναι το ίδιο χαρισματικά και αξιαγάπητα όπως τα ζώα συντροφιάς, οι φοιτητές της κτηνιατρικής υποχρεώνονται σε επιλεκτική αυτοτύφλωση, για να μην βλέπουν πως κι' αυτά υποφέρουν, να μην βλέπουν τις ταλαιπωρίες και τις συναισθηματικές τους ανάγκες».

Η αλλαγή της γλώσσας γίνεται ακόμη πιο προφανής αν κοιτάξουμε την διδακτέα ύλη ορισμένων σχολών κτηνιατρικής. Στο πανεπιστήμιο Purdue, για παράδειγμα, στο West Lafayette της πολιτείας Ιντιάνα, δύο μαθήματα σχετικά με τα τρόφιμα αναφέρονται ως Ζώα Τροφής. «Όταν διακρίνεις τα ζώα σε κατηγορίες όπως η παραπάνω, στέλνεις πολύ συγκεκριμένα μηνύματα για την θεώρηση και την αποτίμηση των ειδών, μηνύματα που καθορίζουν και έναν συγκεκριμένο τρόπο μεταχείρισής τους», λέει η καθηγήτρια Συμπεριφοράς και Ευζωίας των ζώων, διευθύντρια του Center forAnimal Welfare Science στο πανεπιστήμιο Purdue, Candace Croney.

Όμως η γλώσσα δεν είναι η μόνη μεταβλητή που καθορίζει την σπισιστική προσέγγιση των ζώων. Τα παραγωγικά ζώα υφίστανται διαφορετική μεταχείριση από τα ζώα συντροφιάς, ιδίως στον τρόπο διαχείρισης του πόνου. «Οι κτηνιατρικές σχολές διδάσκουν ότι η ανακούφιση του πόνου βοηθά την ανάρρωση», λέει ο Ward. Αυτό όμως αναφέρεται μόνον στα ζώα συντροφιάς και, μια φορά που ο ίδιος, όταν ήταν φοιτητής, ρώτησε γιατί δεν βοηθούσαν κάποια τραυματισμένα παραγωγικά ζώα να ανακουφιστούν από τον πόνο τους, εισέπραξε την αποδοκιμασία των καθηγητών του. 

Και αμέσως μετά, η συζήτηση για τον πόνο μετατοπίστηκε σε άλλη κατεύθυνση, και αυτή η μετατόπιση ήταν σοκαριστική, με τους καθηγητές να θρηνούν όχι για τον πόνο που ένοιωθαν τα ζώα, αλλά για τις ενδεχόμενες δυσμενείς επιπτώσεις αυτού του πόνου στην ανάπτυξη και το σωματικό τους βάρος. «Το ενδιαφέρον περιστρεφόταν γύρω από τις οικονομικές και όχι τις συναισθηματικές επιπτώσεις του προβλήματος και, αντί να συζητάμε για τον πόνο τους, εστιάζαμε στην οικονομική τους αξία και στο πόσο γρήγορα θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ή στο πώς θα μπορούσαμε να καθυστερήσουμε την εξέλιξη της αρρώστειας τους», διευκρινίζει ο τότε φοιτητής και σημερινός κτηνίατρος. «Πρόκειται κυριολεκτικά για ένα είδος πλύσης εγκεφάλου, καθώς κανένας δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει έτσι μια γάτα ή έναν σκύλο που υποφέρει από ένα τραύμα που χάσκει», επισημαίνει.

Αυτό είναι ένα δύσκολο μάθημα, μια πικρή αλήθεια που οι σημερινοί φοιτητές της κτηνιατρικής θα πρέπει να καταπιούν. «Αν και δεν μας δίδαξαν ποτέ ότι ορισμένα ζώα πρέπει να τα φροντίζουμε λιγότερο, ο τρόπος που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε δύο διαφορετικά είδη, ένα μοσχάρι και έναν σκύλο για παράδειγμα, επηρεάζεται σημαντικά από τον ρόλο που δίνουν σε αυτά τα είδη οι άνθρωποι: το ένα εκτρέφεται για συντροφιά και το άλλο για τροφή», λέει η φοιτήτρια κτηνιατρικής σε πανεπιστήμιο του Κολοράντο, Hannah DeZara, η οποία είναι βίγκαν και δεν πιστεύει ότι ο σπισιστικός τρόπος θεώρησης των ζώων είναι κάτι που περιορίζεται στην δική της σχολή. «Η ανοησία που κατατάσσει τα είδη ανάλογα με τον ρόλο που τους έχουν αναθέσει οι άνθρωποι, υπάρχει ακόμη και σήμερα και, εξ αιτίας της, το θεραπευτικό πρωτόκολλο που ακολουθούμε σαν κτηνίατροι εξαρτάται εν μέρει από αυτόν τον ρόλο, κάτι που είναι απλώς μια σκληρή πραγματικότητα».

Σήμερα πολλά πράγματα παραμένουν στάσιμα, εντούτοις όλο και περισσότερες κτηνιατρικές σχολές εισάγουν στην διδακτέα ύλη τους την ευζωία και την ηθική αντιμετώπιση των ζώων, μερικές μάλιστα διαθέτουν ολόκληρα τμήματα για αυτά τα θέματα. «Πριν από δέκα χρόνια υπήρχαν ελάχιστες σχολές που να είχαν έστω και ένα πρόγραμμα σχετικό με την ευζωία των ζώων», λέει η Croney. «Από όταν όμως βγήκε ο όρκος της Αμερικανικής Κτηνιατρικής Ένωσης, οι σχολές άρχισαν να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην ευζωία. Όλοι οι σπουδαστές στην πολιτεία του Κολοράντο, για παράδειγμα, είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουν τουλάχιστον μια σειρά σχετικών μαθημάτων. Η κτηνιατρική σχολή του Κολοράντο είναι η μόνη σχολή των Ηνωμένων Πολιτειών που συμπεριλαμβάνει την ευζωία μεταξύ των βασικών μαθημάτων της διδακτέας ύλης, με θέματα που αναφέρονται παντού, από τους ζωολογικούς κήπους μέχρι την παραγωγή του φουαγκρά, ενώ η μέριμνα για την καλή διαβίωση των ζώων αποτελεί βασική πτυχή των υποχρεώσεων ενός κτηνιάτρου».

Αν και στα μαθήματα που παρακολουθεί δεν συμπεριλαμβάνονται διαλέξεις για τα δικαιώματα των ζώων ή τον βιγκανισμό με προσκεκλημένους ομιλητές, η DeZara πιστεύει πως οι κτηνιατρικές σχολές δεν έχουν την υποχρέωση να διδάσκουν κάτι τέτοιο. «Το πόσο καλός κτηνίατρος είσαι, είναι κάτι που δεν εξαρτάται από τις διατροφικές σου επιλογές», λέει. Πιστεύει όμως ότι η καλή διαβίωση των ζώων με κάποιες αναφορές και στα δικαιώματά τους, θα έπρεπε να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης, και αυτό θα μπορούσε στη συνέχεια να βοηθήσει τους κτηνιάτρους να αποφασίσουν αν θέλουν ή όχι να επιλέξουν την χορτοφαγία. 

Η καλή διαβίωση και η ηθική αντιμετώπιση των ζώων είναι δύο διαφορετικά πράγματα, και αυτό είναι κάτι που οι κτηνιατρικές σχολές δεν ξεκαθαρίζουν επίσης, και που η Croney ελπίζει ν' αλλάξει, καθώς η ίδια το διδάσκει συστηματικά. Στα μαθήματά της εξετάζονται οι σπουδαιότερες φιλοσοφικές θεωρίες σχετικά με την ηθική αντιμετώπιση των ζώων, ο δε σπισισμός και βιγκανισμός αποτελούν μέρος της συζήτησης. Δεν υποδεικνύει στους φοιτητές της να υιοθετήσουν μια συγκεκριμένη στάση, τους ενθαρρύνει όμως να εξετάσουν τα θέματα αντικειμενικά. «Δεν διδάσκω στους φοιτητές αυτό που νομίζω ότι πρέπει να σκεφτούν, τους υποδεικνύω όμως τον τρόπο να σκέφτονται», λέει. Όταν, για παράδειγμα, φτάνουμε σε θέματα σχετικά με το αν θα πρέπει ή όχι να τρώμε ζώα, οι φοιτητές εξετάζουν το γιατί οι άνθρωποι τρώνε κρέας, ποια επιχειρήματα συνηγορούν υπέρ ή κατά, αν είναι δίκαιο να εκτρέφουμε ζώα για την παραγωγή τροφής, αν τα ζώα νοιώθουν ή όχι πόνο, αν η ικανότητα του αισθάνεσθαι έχει διαβαθμίσεις, και αν υπάρχει λογική συνέπεια ανάμεσα στο να λες ότι ενδιαφέρεσαι για τα ζώα και την καλή τους διαβίωση και μετά να τρως. 

«Δεν είναι εύκολο να διδάσκεις θέματα όπως αυτά, και συχνά στο ακροατήριο μπορεί να προκύψουν εντάσεις. Τέτοιου είδους θέματα έρχονται σε σύγκρουση με την εξάσκηση της κτηνιατρικής επιστήμης στην πράξη, δηλαδή του κτηνιατρικού επαγγέλματος, γι' αυτό και μερικές σχολές κτηνιατρικής ασχολούνται μαζί τους ελάχιστα ή καθόλου», λέει η  Croney. Αυτά τα θέματα αμφισβητούν επίσης πολλά από τα πράγματα που οι περισσότεροι συνάδελφοι έχουν διδαχθεί, και δεν είναι λίγα τα μέλη του διδακτικού προσωπικού που παίρνουν θέση άμυνας, όταν μια σειρά από τις μακροχρόνιες πεποιθήσεις τους αμφισβητούνται και μια σειρά από ισορροπίες απειλούνται με ανατροπή. 

Όπως σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, έτσι και στην κτηνιατρική κοινότητα, η αντίσταση στην ανατροπή είναι μια πραγματικότητα. Ρωτήστε σχετικά και τον κτηνίατρο Richard Pitcairn από την Αριζόνα, που έχει γράψει το βιβλίο Dr. Pitcairns Complete Guide to Natural Health for Cats & Dogs, και που κάθε χρόνο διοργανώνει ένα συνέδριο για κτηνιάτρους, στο οποίο όλα τα φαγητά που προσφέρονται είναι βίγκαν. «Πολλοί δεν ξαναέρχονται  γι' αυτόν τον λόγο», λέει. «Υπάρχουν όμως και άλλοι που άλλαξαν το διαιτολόγιό τους κατόπιν αυτού».

Ενώ οι σπουδές ενός κτηνιάτρου μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της φιλοσοφίας του, το ερώτημα που τίθεται είναι αν οι κτηνίατροι έχουν ή όχι την επαγγελματική υποχρέωση να είναι βίγκαν. Κι' αν έχουν δώσει όρκο να προστατεύουν τα ζώα, θα έπρεπε ή όχι να τα τρώνε, τη στιγμή μάλιστα που οι στατιστικές δείχνουν ότι το 97 έως 99 τοις εκατό του κρέατος που καταναλώνεται στις ΗΠΑ προέρχεται από τα εργοστάσια της εντατικοποιημένης κτηνοτροφίας, όπου τα ζώα υφίστανται ένα μαρτύριο που διαρκεί για όλη τους τη ζωή; Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση σ' αυτήν την επίμαχη ερώτηση. 

«Πολλοί κτηνίατροι εργάζονται στην παραγωγή τροφίμων ζωικής προέλευσης, κι΄αυτό κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα, και δεν πιστεύω ότι ο όρκος μας απαιτεί να γίνουμε βίγκαν», λέει ο κτηνίατρος Peter Soboroff,  ο οποίος διευθύνει το New York Cat Hospital in New York City, ένα νοσοκομείο για γάτες στη Νέα Υόρκη, ακολουθεί ψαροφαγική διατροφή και είναι ενήμερος ότι η παραγωγή ζωικών προϊόντων είναι μια άσχημη και σκοτεινή επιχειρηματική δραστηριότητα. «Οι κτηνίατροι κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για να εξασφαλίσουν υγεία και καλή διαβίωση στα παραγωγικά ζώα, αυτό όμως είναι το μόνο που μπορείς να πεις, καθώς αυτά τα ζώα προορίζονται για σφαγή»

Ωστόσο, για κάποιους κτηνιάτρους, η γνωστική ανακολουθία και η λογική αποσύνδεση λειτουργούν ανησυχητικά, γι' αυτό και η διατροφολόγος σκύλων Laverdure-Dunetz έγραψε πρόσφατα μια ανοικτή επιστολή, με την οποία τους ζητά να αναρωτηθούν γιατί δεν είναι βίγκαν. «Ήθελα να τους υπενθυμίσω αυτό που εγώ θεωρώ ότι είναι οι υποχρεώσεις τους, όχι μόνον προς τα ζώα συντροφιάς αλλά προς όλα τα ζώα, τα οποία έχουν δώσει όρκο να προστατεύουν», λέει.  

Φυσικά, το διαιτολόγιο του καθενός είναι μια προσωπική επιλογή, και κανένας δεν μπορεί να πει σε κανέναν τι να τρώει, κάτι που παραδέχεται και ο Ward. Ανεξάρτητα όμως από αυτό που βάζουν στο πιάτο τους, θα ήθελε οι κτηνίατροι να έχουν μια πιο δυνατή φωνή για λογαριασμό εκείνων που δεν μπορούν να μιλήσουν, ιδίως στα εντατικοποιημένα εκτροφεία. «Έχουμε ηθική και επαγγελματική υποχρέωση να μιλάμε για όλα τα ζώα», λέει και προσθέτει ότι έχει συναντήσει κτηνιάτρους που τον αποκαλούν τσαρλατάνο επειδή αμφισβητεί την ανοησία που λέει ότι είναι απαραίτητο να σκοτώνεις ζώα και να τα τρως. «Αυτά τα ζώα αξίζουν την συμπόνοια μας, κάτι με το οποίο ο περισσότερος κόσμος συμφωνεί και, στο όνομα της ευζωίας τους, οι κτηνίατροι θα έπρεπε να διεκδικούν μια ανθρωπιστική μεταχείριση». Το ίδιο ισχύει και για τους κτηνιάτρους που επιθεωρούν τα εντατικοποιημένα εκτροφεία μόνο για να πιστοποιήσουν ότι όλα είναι μια χαρά. «Πουλάμε στους καταναλωτές την ρομαντική εικόνα μιας μικρής οικογενειακής φάρμας όπου τα ζώα παίζουν ευτυχισμένα, όμως αυτό απέχει πολύ απ' την αλήθεια», λέει ο Ward.  

«Εξακολουθούμε να είμαστε κολλημένοι με την παραγωγή ζωικών προϊόντων, κάτι που το βρήκαμε έτσι και το κληρονομήσαμε, όμως τώρα η παραγωγή έχει μετασχηματιστεί στο απάνθρωπο βιομηχανικό μόρφωμα της εντατικοποιημένης εκτροφής, και αυτό είναι κάτι που πρέπει ν' αλλάξει. Αν οι κτηνίατροι εξακολουθήσουν να κάνουν πως δεν βλέπουν την κακοποίηση που υφίστανται τα ζώα της βιομηχανοποιημένης εκτροφής και όχι μόνον να επιτρέπουν αλλά και να υποστηρίζουν αυτές τις πρακτικές, μπορεί να ρισκάρουν την αξιοπιστία τους, και τότε ο κόσμος θα αρχίσει να αναρωτιέται αν θα πρέπει από δω και πέρα να τους εμπιστεύεται», λέει ο Ward. Και προτείνει, οι κτηνίατροι να αρχίσουν να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο τον πόνο που υπομένουν τα ζώα αυτά αλλά και το συναισθηματικό δυναμικό που διαθέτουν, και να σκεφτούν με ποιον τρόπο θα διαφυλάξουν την καλή τους διαβίωση, ακόμα και πώς θα μπορέσουν να κάνουν την εκτροφή τους λιγάκι πιο ανθρωπιστική.  

«Αν κάθε κτηνίατρος θα μπορούσε να διαβεβαιώσει ότι μεταχειρίζεται τις αγελάδες και τα γουρούνια και τα πουλερικά με τον ίδιο τρόπο που μεταχειρίζεται τις γάτες και τους σκύλους, αν κάθε κτηνίατρος θα μπορούσε να διαβεβαιώσει πως το κάθε ζώο που θανατώνεται για να γίνει τροφή υφίσταται την ίδια συμπονετική μεταχείριση που απολαμβάνει ο κάθε σκύλος και η κάθε γάτα, τότε θα είχαμε ανεβάσει τον πήχυ της ανθρωπιστικής μεταχείρισης των ζώων σε αστρονομικά επίπεδα», λέει. Και η αρχή έχει ήδη γίνει, δεδομένου ότι μια ομάδα αποτελούμενη από 2900 και πλέον κτηνιάτρους και εργαζόμενους συναφών επαγγελμάτων από την Αμερική (Veterinarians Against Ventilation Shutdown), έχει πρόσφατα ξεκινήσει μια εκστρατεία, ζητώντας να απαγορευτεί η βάρβαρη πρακτική της θανάτωσης με ασφυξία, που ονομάζεται "διακοπή του εξαερισμού" ("ventilation shutdown")[2**] στα βιομηχανοποιημένα εκτροφεία.

Θα βοηθούσε επίσης αν οι κτηνιατρικές σχολές έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στην καλή διαβίωση και στα δικαιώματα των ζώων. «Αν από την πρώτη στιγμή οι κτηνιατρικές σχολές υποστήριζαν ότι όλα τα ζώα αισθάνονται πόνο, ότι όλα τα ζώα έχουν συναισθήματα και ότι όλα τα ζώα αξίζουν μια ελάχιστη βασική φροντίδα, αυτό θα μπορούσε να αλλάξει την επόμενη γενιά των κτηνιάτρων», λέει ο Ward. Σε τελική ανάλυση, το να γίνει κάποιος βίγκαν παραμένει μια προσωπική επιλογή, αλλά είναι μια επιλογή που οι κτηνίατροι θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψιν τους. Παρ'όλα αυτά, όπως λέει και η μελλοντική κτηνίατρος DeZara, «ένας χορτοφαγικός τρόπος ζωής είναι σύμφωνος με πολλές από τις αξίες των κτηνιάτρων, καθώς στο τέλος της κάθε ημέρας όλοι θα θέλαμε να είχαμε σώσει ζώα, και να είχαμε συμβάλει στην υγεία τους, καθώς επίσης και στην δημόσια υγεία και ευζωία».

 

Photo credits JMcArthur, via Sentient Media

 

Παραπομπές

1.*Έκανα τη μετάφραση αυτού του δημοσιεύματος, όχι γιατί θέλω να υπερασπιστώ οπωσδήποτε τον βιγκανισμό, ούτε γιατί υιοθετώ όλες τις απόψεις στις οποίες αναφέρεται, αλλά γιατί το βρίσκω ιδιαίτερα προκλητικό και ενδιαφέρον. Επίτηδες μάλιστα επέλεξα να βάλω ως τίτλο το ερώτημα του Ward, ένα ερώτημα το οποίο είχα θέσει και εγώ στον εαυτό μου, από νωρίς. Οι αναφορές πολλών από τους συμμετέχοντες σε αυτήν την έρευνα συγγενεύουν με δικά μου προσωπικά βιώματα, που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την ιστορία της ζωής μου. Και αισθάνομαι την ανάγκη να καταθέσω και τον δικό μου προβληματισμό: αυτό που αναφέρει ο κτηνίατρος Ernie Ward ως "επιλεκτική αυτοτύφλωση" είναι κάτι που με απασχολεί και με τρομάζει ακόμη περισσότερο και από την ίδια την κακοποίηση του ο,τιδήποτε - είτε αυτό είναι ζώο, είτε είναι άνθρωπος, είτε είναι ιδέα - ιδίως όταν προϋποθέτει συλλογική συμμετοχή των ατόμων που απαρτίζουν μια ολόκληρη κοινότητα ή κοινωνία. Η εντατικοποιημένη κτηνοτροφία, που ξεκίνησε ήδη από την δεκαετία του '50 και εξελίχτηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα ανθρώπινο τερατούργημα, και απορώ πώς είναι δυνατόν τόσοι επιστήμονες όπως οι κτηνίατροι, που διδάχτηκαν και γνώρισαν, μέσα από τις σπουδές και την εργασία τους, το μεγαλείο της ιαματικής διαδικασίας και την ιερότητα της ζωής, να γίνονται και να παραμένουν συνεργοί σε αυτό το τεράστιο έγκλημα, είτε με την συγκατάθεση είτε ακόμα και με την σιωπή τους

 

2. **Αντιγράφω από το blog της αμερικανικής οργάνωσης Humane Society of the United States (Δεκέμβριος 2020): "Ventilator shutdown involves locking a flock or herd of animals in a building and turning off the ventilation systems. As the temperature rises and gases inside the building accumulate, the animals suffocate to death, usually over a period of many hours... The American Veterinary Medical Association (AVMA), a trade association for the veterinary profession, classifies VSD as “permitted in constrained circumstances” for pigs and chickens, such as situations of acute urgency involving an animal disease outbreak. Unfortunately, during the pandemic, this guidance has been misinterpreted by pig producers to cut costs. Meanwhile the AVMA, instead of clarifying its guidelines or revising them to make sure they are not misapplied, has remained silent". 

Η Αμερικανική Κτηνιατρική Ένωση εγκρίνει την θανάτωση ορισμένων παραγωγικών ζώων, όπως οι χοίροι και τα πουλερικά, με την μέθοδο της ασφυξίας, κάτω από ειδικές συνθήκες έκτακτης ανάγκης, όπως η εμφάνιση μιας ασθένειας που τα έχει προσβάλει. Σε αυτήν την περίπτωση, ο εξαερισμός της κτηνοτροφικής μονάδας κλείνεται, και τα ζώα αφήνονται μέσα στο κλειστό κτίριο να πεθάνουν από ασφυξία. Σιγά σιγά η θερμοκρασία μέσα στον χώρο ανεβαίνει, το οξυγόνο εξαντλείται, το διοξείδιο του άνθρακα αυξάνεται και τα ζώα καταλήγουν σε έναν φρικτό θάνατο, μετά από αγωνία που συνήθως διαρκεί πολλές ώρες. Μετά την εμφάνιση της πανδημίας SARS-Cov-2, οι παραγωγοί αναγκάστηκαν να θανατώσουν ζώα που, λόγω των περιοριστικών μέτρων, δεν μπόρεσαν να φτάσουν εγκαίρως στο σφαγείο, και εφάρμοσαν αυτήν την μέθοδο για να μειώσουν το κόστος, ενώ η Αμερικανική Κτηνιατρική Ένωση παρέμεινε σιωπηλή. Δείτε το βίντεο που γυρίστηκε με κρυφή κάμερα στην μεγαλύτερη κτηνοτροφική μονάδα παραγωγής χοιρινού κρέατος των ΗΠΑ [προσοχή πολύ σκληρές εικόνες].

Μετά από αυτό, περισσότεροι από 2900 εργαζόμενοι στον χώρο της κτηνιατρικής, μεταξύ των οποίων 1445 κτηνίατροι, μέλη της Humane Society Veterinary Medical Association και της Ένωσης Κτηνιάτρων Εναντίον της Διακοπής του Εξαερισμού (Veterinarians Against Ventilation Shutdown), συνέταξαν ένα αίτημα με το οποίο ζητούν από την Αμερικανική Κτηνιατρική Ένωση (Veterinary Medical Association - AVMA) να πάρει θέση εναντίον της Διακοπής του Εξαερισμού (ventilation shutdown ή VSD), καθιστώντας σαφές ότι μια τέτοια απάνθρωπη πρακτική δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να γίνεται αποδεκτή. Το αίτημα στηρίζει και η παλαιότερη φιλοζωική αμερικανική οργάνωση, η Αμερικανική Ένωση για την Πρόληψη της Βαναυσότητας προς τα Ζώα (American Society for the Prevention of Cruelty to Animals - ASPCA). "Η παγκόσμια βιομηχανία της εντατικοποιημένης κτηνοτροφίας πολεμά αυτούς που επιχειρούν να την αμφισβητήσουν, συμπεριλαμβανομένων και των κτηνιάτρων", επισημαίνει η διεθνής οργάνωση "Έλεος για τα Ζώα" (Mercy for Animals). Τα ζώα εκτροφής, που προορίζονται να γίνουν τροφή μας, είναι το ίδιο έξυπνα και αισθαντικό όπως οι σκύλοι και οι γάτες που αγαπάμε και διατηρούμε στο σπίτι μας. Η μόνη διαφορά είναι ο τρόπος με τον οποίον τα αντιμετωπίζουμε. (The only difference is our perception) .

Πηγές: Humane Society Veterinary Medical Association -- (facebook.com/story), ενημερωτικό βίντεο

 

ΥΓ. Δεν χρειάζεται να είναι ένας άνθρωπος βίγκαν για να μην μένει αδιάφορος μπροστά στα εγκλήματα της βιομηχανοποιημένης κτηνοτροφίας. Συμφωνώ με την άποψη που υποστηρίζει ότι το πόσο καλός επιστήμονας είσαι δεν εξαρτάται από τις διατροφικές σου επιλογές. Δεν συμφωνώ όμως με εκείνους, μεταξύ των οποίων και πάρα πολλοί κτηνίατροι, που περνούν ολόκληρη τη ζωή τους έτσι όπως την είχαν μέχρι τώρα τακτοποιήσει (όχι οι ίδιοι αλλά οι εργοδότες τους), χωρίς ούτε καν μια δεύτερη σκέψη, και επιμένουν να χαρακτηρίζουν, ακόμη και σήμερα, τους βίγκαν "ακραίους"! Όλοι οι επαγγελματίες στον χώρο της παραγωγής ζωικών προϊόντων θα πρέπει να καταλάβουν - και έχουν ήδη αργήσει - ότι, αν ο τρόπος μεταχείρισης των ζώων της εντατικοποιημένης κτηνοτροφίας δεν αλλάξει, πολύ σύντομα δεν θα υπάρχει στα ράφια των καταστημάτων θέση για τα προϊόντα της.-