Ετικέτες

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025

Ουλαλούμ

 


https://youtu.be/xaA5_Kf9PM4?si=P8PascfmJT6ssyck


Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα,
κι έλεγα: Θά 'ρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα. 

Θά 'ρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι,
και θα μυρίζει φώτα και βροχή
και νιο φεγγάρι. 

Και να, το κάθισμά σου συγυρνώ
στολνώ την κάμαρά μου αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα.

Πως να, θα μείνει ο κόσμος με το μπα
που μ' έλεγε τρελόν, πως είχες γίνει
καπνός και τάχας σύγνεφα θαμπά
προς τη σελήνη

...................................................

Νύχτωσε και δε φάνηκες εσύ,
κίνησα να σε βρω στο δρόμο –οϊμένα–

μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα. 

Τόσο πολύ μ' αγάπησες, Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματά μου!
Πάταγα 'γώ –στραβός– μες στα νερά
κι εσύ κοντά μου.



Το ποίημα "Ουλαλούμ", του Γιάννη Σκαρίμπα (1936)* χαρακτηρίζεται ως ένα δείγμα γκροτέσκας ρομαντικής ποίησης.

Στις πρώτες τέσσερεις στροφές, ο ποιητής παρωδεί την προσμονή ενός ερωτευμένου που, απομονωμένος από τον κόσμο και λοιδορούμενος από τον κοινωνικό περίγυρο, εκλαμβάνει τα μηνύματα της φύσης ως οιωνούς για την επιστροφή μιας (ίσως υπαρκτής, ίσως όμως και εντελώς φαντασιακής) αγαπημένης. Αξιοσημείωτο είναι εδώ το ιδιωματικό λεξιλόγιο της δημοτικής ("κερά" ίσον κυρά, "δάσα" ίσον δάση, "φλετράει" ίσον φτερουγίζει, "σπαρά" ίσον σπαρταρά "στολνώ" ίσον στολίζω, "συγυρνώ ίσον συγυρίζω), που σατιρίζει τις γλωσσικές υπερβολές του δημοτικιστικού ρομαντισμού κατά της εποχής.  

Στις δύο τελευταίες στροφές (5 και 6), ο αφηγητής αυτοσαρκάζεται, ομολογώντας ευθαρσώς την φαντασιακή του προσήλωση σε κάτι που ίσως χάθηκε, ίσως ματαιώθηκε, πιθανότατα όμως δεν υπήρξε ποτέ. Έτσι, ο Σκαρίμπας συγκινεί, ενώ παράλληλα απομυθοποιεί (χωρίς να ακυρώνει) τα ρομαντικά συναισθήματα, και νομιμοποιεί την σατιρική αντιμετώπιση του εμμονικού έρωτα, με μια σουρεαλιστική δυναμική μάλλον προχωρημένη για την εποχή του. 

Το ποίημα έχει μελοποιηθεί από τον Νικόλα Άσιμο, και τον Διονύση Τσακνή. Κατά μία άποψη, η μελοποίηση του Άσιμου είναι η καλύτερη, όπως και η ερμηνεία του Παπακωνσταντίνου. Ο τίτλος του, σύμφωνα με φιλολογικές εκτιμήσεις, παραπέμπει στο θεωρούμενο αραβικό επίρρημα ulalumστην ελληνική λέξη "αλαλούμ" και στο ομώνυμο Ulalume** του Edgar Alan Poe (1847). Το περιεχόμενο, θα μπορούσε (αν δεν ήταν προγενέστερο) να παραπέμπει επίσης και σε ανεκπλήρωτους έρωτες (του Χριστιανόπουλου, που υποστήριζε πως η τέχνη είναι μεγαλύτερη από τη ζωή και οι έρωτες εξ ίσου επικίνδυνοι με τη θάλασσα, καθώς "μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις")...



Επιλεκτικές αναφορές 


Παραπομπές 

*https://www.ert.gr/ert-arxeio/giannis-skarimpas-21-ianoyarioy-1984-2/ -- https://archive.ert.gr/90140/

**https://web.english.upenn.edu/~cavitch/pdf-library/Poe_Ulalume.pdf

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

Διάλεξη του Ντίνου Χριστιανόπουλου για την Ελληνική Ποίηση στον 20ο αιώνα

 

Το βίντεο που ακολουθεί βασίζεται σε αποσπάσματα* της βιντεοσκοπημένης διάλεξης του Ντίνου Χριστιανόπουλου με θέμα "Θεώρηση της νεοελληνικής ποίησης στον 20ο αιώνα" στο βιβλιοπωλείο της Πάτρας "Πολύεδρο," στις16 Μαΐου 2000. 



Η ποίηση του 20ου αιώνα ουσιαστικά ξεκίνησε από το 1880, όταν η Νέα Αθηναϊκή Σχολή, με τον Παλαμά [1] και τον Δροσίνη [2], ανέτρεψε την Παλιά Αθηναϊκή Σχολή του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή [3] και των καθαρευουσιάνων. Από το 1880 μέχρι το 1900, η ανατροπή αυτή εδραιώθηκε και άρχισε να γίνεται κάτι σαν παράδοση.  

Ο Παλαμάς συνέλαβε, όταν ήταν νέος, πολλά σοβαρά προβλήματα των αναζητήσεων της Νεοελληνικής Ποίησης. Τρία από τα καλύτερα έργα του, Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ, Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ και Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ, είδαν το φως την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα. Κάτω από τις φτερούγες του έχει έξι γενεές ποιητών, αρχίζοντας από τον Λάμπρο Πορφύρα [4], που είναι ο πιο μετριοπαθής, και προχωρώντας με τον Ιωάννη Γρυπάρη [5], που έφερε κάποια μοντέρνα στοιχεία με συνδιασμούς της Παρνασσιακής Ποίησης. Ο Μαλακάσης [6] υπήρξε συμπαθέστατος, ιδίως με τα Μεσολογγίτικα ποιήματα του. Ανάμεσα σε αυτούς τους ποιητές, έχουμε κατόπιν τον Άγγελο Σικελιανό [7], ο οποίος θεωρήθηκε κολοσσός αλλά έπεσε με τις μεγαλοστομίες του, τον Βάρναλη [8] με τους εσκεμμένους αριστερισμούς, τον Λαπαθιώτη [9] με τις θλιβερές αισθηματολογίες, τον εκπληκτικό Καρυωτάκη [10], και τον συμπαθέστατο Νίκο Καββαδία [11], ο οποίος κλείνει περίπου και όλη αυτή την ιστορία. 


Στο πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα, η νεοελληνική ποίηση βαδίζει με ευοίωνες προοπτικές. Ο Παλαμάς κάθεται στον θρόνο του και νομίζει ότι κανείς δεν θα τον ταρακουνήσει, οπότε βγαίνει κάποιο "σκουλήκι πονηρό" που λέγεται Καβάφης και βάζει την πρώτη τορπίλη σε όλο το οικοδόμημα, δημοσιεύοντας το "Περιμένοντας τους  Βαρβάρους", το 1904. 

Ο Καβάφης ξεκίνησε ολομόναχος, ξεκομμένος στην Αλεξάνδρεια, η οποία τότε δεν μετρούσε καθόλου, και δημιούργησε σιγά σιγά ένα έργο (το οποίο, στην αρχή μάλιστα,  μερικοί ειρωνεύτηκαν αγρίως). Με μια φοβερή παιδεία, που του επιτρέπει να ελίσσεται με πολλή άνεση μέσα στην Ελληνική Ιστορία και Φιλοσοφία, συμβαίνει να είναι και καταπληκτικά πρωτότυπος (δεν βασίζεται σε ξένα δάνεια). 

Γενικά και αόριστα, ξέρουμε ότι ο Καβάφης βασίζεται στην παράδοση του ελληνιστικού επιγράμματοςΗ επίδραση που δέχτηκε από την αρχαία ελληνιστική ποίηση είναι ταυτόχρονα και μια απάντηση στο ερώτημα του που θα έπρεπε να στηριχθεί η ποίηση, αν θα ήθελε να αποκλείσει τα "μαϊμουδίσματα" της ξένης ποίησης σ' όλα αυτά τα χρόνια. Ο Καβάφης προχώρησε ολομόναχος, με μια μοναδική εξαίρεση που είναι ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης

Ο Παπατσώνης άρχισε να γράφει τα πολύ μοντέρνα ποιήματά του από το 1912. Πρωτότυπος, μυστήριος και suigeneris, ίσως δεν προσέχθηκε όσο έπρεπε, ίσως η ιδιοτυπία του ήταν ανάμεικτη με κάποιες αδυναμίες, και έτσι η περίπτωση του, αν και ανέτρεψε ένα status της ελληνικής πραγματικότητας, δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί περισσότερο. 

Η δεύτερη περίπτωση πειραματισμού προέρχεται από τον Καρυωτάκη, ο οποίος επηρεάστηκε από κάποιους επιγόνους του Μποντλέρ, κυρίως όμως από την κοινωνική αντιμετώπιση της ζωής στην Ελλάδα, με όλα της τα αρνητικά που είχαν θλιβερές επιπτώσεις και στην ίδια του τη ζωή.


Στη δεύτερη εικοσιπενταετία, έχουμε την κάθοδο Παλαμά και την άνοδο Καβάφη. Το κύριο χαρακτηριστικό εδώ όμως είναι η εμφάνιση ρευμάτων, που μας έρχονται από την Ευρώπη και που κυριολεκτικά κατακλύζουν τον χώρο της νεοελληνικής ποίησης. Η λεγόμενη γενιά του τριάντα ανακάλυψε τα περίφημα ρεύματα στην ποίηση, που ήταν ο φουτουρισμός, ο λετρισμός, ο ντανταϊσμός, με ουσιαστικό αποκορύφωμα τον υπερρεαλισμό. Ο υπερρεαλισμός, πολύ πριν αυτο-υπονομευθεί, μπόρεσε να δώσει ένα σωστό παράδειγμα μιας προσπάθειας για την υπέρβαση της σχολαστικιστικής λογικής του μέσου νου, με τον Αντρέ Μπρετόν και το περίφημο μανιφέστο του 1924Ο υπερρεαλισμός υποστήριξε ότι ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουμε την νοοτροπία του μικροαστού είναι να σκάψουμε στον πυθμένα της ψυχής μας, βαθειά, ουσιαστικά και ειλικρινά. Σύμφωνα και με τις θεωρίες του Φρόυντ, που συνδέονται εν πολλοίς και το κίνημα του σουρεαλισμού, στον πυθμένα της ψυχής μας βρίσκονται όλα τα απωθημένα που φαίνονται παράλογα. 

Δέκα χρόνια μετά το μανιφέστο του 1924, έχουμε τα πρώτα "κρούσματα" ελληνικού σουρεαλισμού. Είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος (που αναμφισβήτητα είναι καλύτερος αλλά επιμένει σε μια στείρα υπερρεαλιστική ορθοδοξία), και βεβαίως ο Ελύτης (ο οποίος δημιουργεί έναν "ξεθυμασμένο" σουρεαλισμό που γνώρισε από τον Πωλ Ελυάρ). Η πρώτη του συλλογή μοιάζει σαν να γράφτηκε από Γάλλο ποιητή, και είναι καταπληκτική. Την ίδια εποχή εμφανίζεται και ο Νίκος Γκάτσος (για τον οποίο ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έχει επίσης επιφυλάξεις)... 

Ο Γιώργος Σαραντάρης δεν έχει σχέση με τον γαλλικό υπερρεαλισμό αλλά με ιταλικούς φουτουρισμούς. Ο Δημήτρης Παπαδίτσας, στον πρώτο τόμο των ποιημάτων του, είναι ωραίος σουρεαλιστής αλλά, δυστυχώς, μετά γνώρισε την αρχαία ελληνική ποίηση, προσπάθησε να την μιμηθεί, απέτυχε και κατέρρευσε. Τελευταίος έρχεται ο Μίλτος Σαχτούρης, που νοθεύει τον υπερρεαλισμό του με στοιχεία παιδικής εκφραστικότητας, τα οποία πολλές φορές του κάνουν κακό.  


Πολύ νωρίς, αρχίσαμε να γινόμαστε μάρτυρες κάποιας προσπάθειας των σούπερ μοντέρνων να θυμηθούν ότι είναι Έλληνες. Πρώτος λοιπόν ο Σεφέρης [uoa] προσπαθεί να θυμηθεί την ελληνική παράδοση, με την περίφημη ποιητική συλλογή του Μυθιστόρημα, η οποία είναι εξ ολοκλήρου εμπνευσμένη από την καταστροφή της Σμύρνης, που είναι και ιδιαίτερη πατρίδα του (ξεχνώντας τα ξένα πρότυπα, Ζιλ Λαφολντ από την Γαλλία και Έλιοτ από την Αγγλία)... Είκοσι χρόνια μετά, έβγαλε την ποιητική συλλογή Κύπρον ου μ' εθέσπισεν (1955), την οποία αργότερα μετονόμασε σε Ημερολόγιο καταστρώματος Γ...**

Παράλληλα, και ο Ελύτης  θέλησε, το 1960, να κάνει "το ευαγγέλιο του ελληνισμού" που λέγεται "Άξιον εστί". 

Οι μοντέρνοι μας ποιητές ανανέωσαν την ελληνική ποίηση, έθαψαν την Παλαμική παράδοση, δεν τόλμησαν όμως να έρθουν αντιμέτωποι με τον Καβάφη... 


Το διάστημα  1950 έως 1975 χαρακτηρίζεται από μια σειρά φαινομένων που δεν αλληλεπιδρούν και αναπτύσσονται παράλληλα. Καθώς ο υπαρξισμός ως φιλοσοφία, με τον Σαρτρ, στο Παρίσι, είχε αρχίσει να διαδίδεται όλο και περισσότερο, εμφανίστηκαν στην Ελλάδα οι πρώτοι υπαρξιακοί ποιητές. Στην διάλεξη του, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αναφέρεται αρχικά στους: Μελισσάνθη, Άρη Δικταίο, Ζωή ΚαρέλληΝίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, Ελένη Βακαλό, και Τάκη Σινόπουλο.  

Αυτήν την τρίτη εικοσιπενταετία χαρακτηρίζει επίσης η κοινωνική ποίηση, με τον κολοσσό που λέγεται Ρίτσος, κοντά στον οποίο και ο Νικηφόρος Βρεττάκος

Κατά την απελευθέρωση, οι βασικοί συνεργάτες του περιοδικού Ξεκίνημα και αργότερα του περιοδικού Κριτική ήταν ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Κλείτος Κύρου και ο Πάνος Θασίτης

Το τρίτο ρεύμα που χαρακτηρίζει αυτήν την εικοσιπενταετία είναι οι ρεαλιστές ερωτικοί ποιητές του περιοδικού Διαγώνιος, ιδρυτής του οποίου ήταν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος [i]. Το πιο βασικό χαρακτηριστικό του κύκλου αυτών των ποιητών είναι το στοιχείο του ρεαλισμού, το οποίο εισάγεται μέσα σ' ένα θέμα ποιητικό, όπως ο έρωτας, ένα θέμα που κατά κανόνα ήταν άθυρμα της αισθηματολογίας. 


Η τέταρτη και τελευταία εικοσιπενταετία του εικοστού αιώνα (1975 - 2000) έχει το εξής χαρακτηριστικό: οι ποιητές δεν μιμούνται αλλά επηρεάζονται από πιθανά και απίθανα πρότυπα, ελληνικά ή ξένα, περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά. Εδώ έχουμε χαμηλές προσωπικότητες και επιμονή στην επιβίωση. Μέσα στην γενιά του 70, διακρίνουμε την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ [f1f2grl] και τον Λευτέρη Πούλιο. Ακολουθεί ο Μάρκος Μέσκος και η Κική Δημουλά [uoa], η οποία συνδιάζει επιρροές από τον Καβάφη με στοιχεία του παραλόγου. 


*Ολόκληρη η διάλεξη, εδώ 

**Ο Χριστιανόπουλος χαρακτηρίζει αυτήν την μετονομασία "προδοτική" 


Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

Τα Αλαμπουρνέζικα των κουλτουριάρηδων

 


Κουλτουριάρηδες είναι οι διανοούμενοι που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και την πληροφόρηση και λιγότερη στο αίσθημα και το βίωμα. Ό,τι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι’ αυτούς μεγαλύτερη αξία από τη σκέψη. Κουλτουριάρηδες βρίσκονται σ’ όλες τις εποχές. Στην αρχαία Ελλάδα τους κοροϊδεύει πολύ άσχημα ο Αριστοφάνης επειδή χρησιμοποιούσαν πάντα καινούριες και παράξενες λέξεις για να ξιπάσουν τον κόσμο. Και οι σοφιστές ήταν ένα είδος κουλτουριάρηδων της εποχής τους, γιατί έδωσαν πολλή σημασία στη γνώση και όχι στη σωστή κρίση

Αλλά και παλαιότερα όταν λέγαμε «οι διανοούμενοι» ή «οι άνθρωποι των γραμμάτων» νιώθαμε κάτι σαν δυσφορία και ενόχληση, γιατί καταλαβαίναμε ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει πολύ από τη ζωή εν ονόματι δήθεν της τέχνης. Αυτοί νομίζανε ότι, επειδή ήτανε άνθρωποι των γραμμάτων, έπρεπε να μιλούν με ειδικό λεξιλόγιο, να καταλαβαίνονται μεταξύ τους, κι ας μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι. Σε τελική ανάλυση, οι κουλτουριάρηδες είναι ψευτομορφωμένοι. Μόνο ένας ψευτομορφωμένος μπορεί να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που ξιπάζει και ξαφνιάζει, ή να μεταχειρίζεται ωραίες λέξεις και φράσεις για να κάνει εντύπωση, ενώ κατά βάθος δεν κατέχει τη γλώσσα και δεν την χρησιμοποιεί σωστά. 

Αυτό που σήμερα αποκαλούμε γλώσσα των κουλτουριάρηδων, είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις, από ξένες αμετάφραστες λέξεις και από λέξεις παρμένες από διάφορες επιστήμες, λ.χ. «η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας». Μ’ ένα τέτοιο κουρκούτι, στο τέλος δε βγάζουν νόημα ούτε αυτοί, ούτε φυσικά κι εμείς. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «δομή» που αναφέρεται στον χώρο, ενώ η λέξη «διαδικασία» αναφέρεται στον χρόνο. Τι θα λέγατε όμως αν ξαφνικά διαβάζατε «δομικές διαδικασίες» ή «διαδικαστικές δομές»; Ρωτήθηκαν κάποιοι να τις εξηγήσουν, μα δεν μπόρεσε κανείς. Γιατί όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για μπαρούφες. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνουν οι δύο αυτές φράσεις, όταν στην καθεμία το επίθετο αναιρεί το ουσιαστικό; Αλλά τι θα λέγατε αν αυτή η φράση γινόταν ολόκληρη πρόταση; Διαβάστε λοιπόν: «Όταν οι δομικές διαδικασίες λειτουργούν ανασταλτικά μέσα στον χώρο του μεταμοντέρνου…». 

Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς σ’ αυτή τη φράση; Πρώτα πρώτα πόσοι ξέρουν τον όρο «μεταμοντέρνο»; Κι έπειτα, τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον χώρο του «μεταμοντέρνου», εάν λειτουργήσουν ή δε λειτουργήσουν οι «δομικές διαδικασίες»; Αυτά είναι ακατανόητα και γι’ αυτόν που τα γράφει και γι’ αυτόν που τα διαβάζει. Είναι αλαμπουρνέζικα. Και σκεφτείτε ότι σαν κι αυτή τη φράση υπάρχουν χιλιάδες, που επαληθεύουν τα τρία χαρακτηριστικά των κουλτουριάρηδων: Πρώτον ότι δεν γνωρίζουν καλά τις λέξεις και τις έννοιές τους (κάποιος έγραφε τη λέξη «ενδιαίτημα» και εννούσε «ένδυμα»!), δεύτερον θέλουν να ξιπάσουν τους άλλους με διάφορες ακαταλαβίστικες λέξεις και τρίτον, δεν έχουν χωνέψει καλά αυτό που λένε. Χώρια που δεν τα καταφέρνουν ούτε και με το συντακτικό και μπερδεύονται. Βέβαια το μπέρδεμα υπάρχει πρώτα στο μυαλό.

Πάντως μ’ αυτά και μ’ αυτά, καταφέρνουν να κομπλεξάρουν πολλούς, και καμιά φορά όλους, ενώ συντελούν στο να πάει η γλώσσα μας κατά διαόλου, και θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, ότι αφού αποδεχόμαστε την ερμητική γραφή ορισμένων ποιητών, γιατί να μην αποδεχτούμε και τον δυσνόητο τρόπο γραφής των κουλτουριάρηδων; Από μία άποψη, κι ο ποιητής θα έπρεπε, οποιαδήποτε τεχνοτροπία κι αν ακολουθεί, να γράφει κατά τρόπο κατανοητό, για να μπορεί ο αναγνώστης να τον καταλαβαίνει. Γιατί, τι να την κάνουμε την οποιαδήποτε ποίηση, όταν έχει κοπεί η γέφυρα της επικοινωνίας; Τι να τα κάνουμε τα ερμητικά ποιήματα, όταν δεν τα καταλαβαίνει κανείς; Κι αφού δεν μας λένε τίποτε, πως είναι δυνατόν να μας συγκινήσουν; 

Βέβαια ο ποιητής έχει τη δικαιολογία ότι γράφει για να εκφράσει τον εαυτό του, αν και πάλι θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας ποιητής που εκφράζεται ερήμην του αναγνώστη, τι σόι ποιητής είναι; Και αν ο σουρεαλισμός στην πρώτη φράση το παραξύλωσε, τι να πούμε για τους σημερινούς σουρεαλιστές της αρπακόλας που γράφουν ότι τους κατέβει; Πάντως ο στοχαστής, επειδή δεν έχει καν τη δικαιολογία της έμπνευσης κι επειδή ο στόχος του είναι η συζήτηση με τον αναγνώστη, δεν θα έπρεπε να είναι ακαταλόγιστος σαν τους μοντέρνους ποιητές. 

Κάποιοι ισχυρίζονται πως έτσι εμπλουτίζεται η γλώσσα μας, ενώ η απλότητα και η σαφήνεια διατηρούν τη γλώσσα στάσιμη. Αν όμως ο εμπλουτισμός της γλώσσας, γίνεται αιτία για να θριαμβεύσει η ακατανοησία, μήπως θα έπρεπε να προτιμήσουμε κάποιες φυλές τις Αφρικής που συνεννοούνται μόνο με τριακόσιες λέξεις; 

Η αιτία του φαινομένου αυτού, οφείλεται όχι μόνο στην ημιμάθεια των περισσότερων κουλτουριάρηδων αλλά και στον εγωισμό τους. Δεν θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι αυτοί να ακούνε περισσότερο απ’ όσο μιλάνε, να σκέφτονται περισσότερο απ’ όσο γράφουν, και να περνούν κάθε πληροφορία από το κόσκινο της κρίσης. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να είναι ταπεινός, να μη νομίζει πως αυτός τα ξέρει όλα και κανείς άλλος. Να μη λέει διαρκώς «εγώ νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη», και τα συναφή. 

Μέσα σ’ αυτό το βραχυκύκλωμα ημιμάθειας και εγωισμού, χωρούνε αριστεροί και δεξιοί, εφημερίδες και τηλεόραση, και ορθόδοξοι και νεο-ορθόδοξοι. Κάποτε ένας κομμουνιστής πιπίλιζε τον Μαρξ και τελικά αποδείχτηκε πως δεν είχε διαβάσει ούτε μια σελίδα από το «Κεφάλαιο». Και πόσοι χριστιανοί δεν έχουν μεσάνυχτα από το ευαγγέλιο; Κι αφήστε εκείνους που δεν διαβάζουν λογοτεχνία, αλλά μόνο τις βιβλιοπαρουσιάσεις, κι έτσι είναι σαν να τα έχουν διαβάσει όλα! 


Ας αφήσουμε όμως την πολλή θεωρία κι ας δούμε ένα παράδειγμα κουλτουριάρη. Ας δούμε λ.χ. ένα τεχνοκριτικό σημείωμα που αναφέρεται στη ζωγραφική ενός σπουδαίου καλλιτέχνη. Απολαύστε λοιπόν κριτική ζωγραφικής: «Η χρονικότητα -στον τάδε ζωγράφο- είναι ψευδαίσθηση, απάτη, διάσπαση, εξαλλαγή, διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου, κατακερματισμός και αλλοτρίωση, γι’ αυτό κύριο μέλημά του είναι να την εξοστρακίσει αναζητώντας την πρωτογένεια μιας νέας ονοματοθεσίας, μιας ιδιωματικής μορφής, που θα του επιτρέψει την αναδόμηση (βάι, βάι, βάι, κι εδώ αναδόμηση), ενός κόσμου όπου μέσα του, ερωτικά συγκλίνουν τα πάντα, ικανοποιούνται, αποκαθίσταται». 

Καταλάβατε τίποτα ή νιώθετε ανεπαρκείς; Το πιο πιθανό είναι να μην καταλάβατε τίποτα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είστε ανεπαρκείς. Ανεπαρκείς είναι αυτοί που γράφουν τέτοια πράγματα. Αλλά ας αρχίσουμε το ψείρισμα. Πρόκειται ουσιαστικά για μία και μόνη πρόταση. Στην αρχή δίνει την εντύπωση πως, αν το διαβάσεις προσεκτικά, θα βγάλεις κάποιο νόημα. Γελιέσαι, γιατί όσο προχωράς, ακόμη κι εκείνο που υποτίθεται κατάλαβες στην αρχή, ξεχνιέται. Η «χρονικότητα» λοιπόν για τον ζωγράφο μας, είναι «ψευδαίσθηση». Λογικά, η χρονικότητα πρέπει να έχει σχέση με την έννοια του χρόνου. Τώρα πως ο χρόνος γίνεται χρονικότητα, αυτό είναι ένα από τα μυστήρια των κουλτουριάρηδων. Εδώ έχουμε ένα συγκεκριμένο έργο, ζωγραφιές, υλικά, τεχνοτροπίες, και μόνο στη χρονικότητα βρήκες να σκαλώσεις; Έστω. 

Ο χρόνος λοιπόν για τον ζωγράφο μας είναι «ψευδαίσθηση». Είναι όμως και «απάτη». Πως μπορούν αυτά τα δύο να σταθούν πλάι πλάι; Δηλαδή, αν ο χρόνος τον εξαπατά, τότε πως μπορεί ο χρόνος να είναι ψευδαίσθηση; Ακολουθεί η «διάσπαση». Ο χρόνος δηλαδή, πρώτα τον εξαπατάει και τον κοροϊδεύει και ύστερα τον αναγκάζει να διασπαστεί; Και ποιο είναι το υποκείμενο; Διασπάται ο ζωγράφος ή ο ίδιος ο χρόνος είναι διασπασμένος; Τι από τα δύο συμβαίνει; 

Ακολουθεί η «εξαλλαγή». Τι σημαίνει εξαλλαγή; Είναι ιατρικός όρος που σημαίνει την μεταβολή των καλοηθών νεοπλασμάτων σε κακοήθη. Δηλαδή ο χρόνος είναι καρκίνος; Καλό κι αυτό: Αμ τότε πως ο καρκίνος είναι ψευδαίσθηση; Παρακάτω γράφει: «διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου». Η φράση ταιριάζει σε φιλοσοφική πραγματεία, όχι σε τεχνοκριτικό σημείωμα. Το κάθε ουσιαστικό απ’ αυτά που είδαμε ως τώρα δεν ταιριάζει με το διπλανό του, αλλά το ένα αναιρεί το άλλο. Προχωρώντας, διαβάζουμε «κατακερματισμός και αλλοτρίωση». Ενώ η προηγούμενη φρασούλα «διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου», είναι παρμένη από την φιλοσοφία, το «κατακερματισμός και αλλοτρίωση» ανήκει στο σύγχρονο λεξιλόγιο των κουλτουριάρηδων. Συνοψίζοντας: Η χρονικότητα του τάδε ζωγράφου είναι 1) ψευδαίσθηση, 2) απάτη, 3) διάσπαση, 4) εξαλλαγή, 5) διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου, 6) κατακερματισμός, 7) αλλοτρίωση. 

Κατάλαβε φαίνεται η συγγραφέας ότι μας μπούκωσε αρκετά και σταμάτησε εδώ τον κατάλογο, για να προχωρήσει σε κάποιες επεξηγήσεις: «γι’ αυτό κύριο μέλημά του είναι να την εξοστρακίσει». Το «την» αναφέρεται βέβαια στην χρονικότητα, θα μπορούσε όμως ν’ αναφέρεται και σε οποιοδήποτε ουσιαστικό θηλυκού γένους που αναφέρθηκε πιο πάνω, όπως την ψευδαίσθηση, την απάτη, την εξαλλαγή.

Καταλαβαίνετε λοιπόν τι σύγχυση δημιουργείται όταν κάποιος δεν ελέγχει τα λόγια του; Θέλει να πει ότι ο ζωγράφος προσπαθεί να βγάλει τον χρόνο έξω από το έργο του και για να το πει αυτό αυτό, μας αράδιασε του κόσμου τα αφηρημένα ουσιαστικά. 

Πως όμως θα το κάνει αυτό (να εξοστρακίσει τη χρονολόγηση); «Αναζητώντας την πρωτογένεια μιας νέας ονοματοθεσίας». Τι σημαίνει άραγε η λέξη «πρωτογένεια»; Μήπως θα πει το πρώτο γένος; Η πρώτη γέννηση; Η πρώτη φάση της ζωής του ανθρώπου; Αλλά εκείνο που είναι για γέλια, είναι η «νέα ονοματοθεσία». Τι θέλει να πει η ποιήτρια, ότι να εξοστρακίσει ο ζωγράφος τον χρόνο από τους πίνακές του, δίνει νέα ονομασία στα πράγματα; Γιατί μιλούμε βέβαια, για ζωγράφο. Και στη ζωγραφική, τι πάει να πει «ονοματοθεσία»; Και ποια είναι η νέα ονοματοθεσία και τι σχέση έχει με την πρωτογένεια, με τη διάσπαση του χρόνου και μ’ όλα τ’ άλλα που μας είπε παραπάνω; 

Και δεν σταματά εδώ, αλλά συνεχίζει: Μέλημα του ζωγράφου είναι να εξοστρακίσει τη χρονικότητα, αναζητώντας, εκτός από την πρωτογένεια μιας νέας ονοματοθεσίας, και την πρωτογένεια μιας «ιδιωματικής γραφής». Αυτό το τελευταίο, παραδόξως φαίνεται κάπως κατανοητό. Υποθετικά πάντα, η ιδιωματική μορφή, είναι μια δική του τεχνοτροπία που αποδίδει το δικό του πρόσωπο ή έστω το ιδίωμα. Κι αυτό το απλό πράγμα, δηλαδή το να βρει ο ζωγράφος το προσωπικό του ύφος, το κάνει μόνο και μόνο για να εξοστρακίσει τον χρόνο; 

Μυστήρια πράγματα συμβαίνουν στον χώρο της τέχνης κι ακόμα πιο μυστήρια στον χώρο της κριτικής… Προσέξτε όμως να δείτε ότι αυτή η ιδιωματική μορφή θα εκκολάψει στην τεχνοκριτικό, πολλά πράγματα παρακάτω: «…μιας ιδιωματικής μορφής, που θα του επιτρέψει την αναδόμηση, ενός κόσμου όπου μέσα του, ερωτικά συγκλίνουν τα πάντα, ικανοποιούνται, αποκαθίσταται». Εδώ μπαίνει και το ερωτικό στοιχείο. Έτσι, πρωτού τελειώσει το τεχνοκριτικό σημείωμα της κυρίας αυτής, εμείς θα έχουμε γνωρίσει και το πρόβλημα του έρωτα του καλλιτέχνη μας. 

Αν καταλάβαμε λοιπόν σωστά, ο ζωγράφος προσπαθεί να εξοστρακίσει τον χρόνο, που είναι ένα σωρό πράγματα -αυτά τα περνάμε στο ντούκου- κι αυτό το κάνει αναζητώντας την προσωπική του έκφραση για να ξαναδημιουργήσει (η αναδόμηση που λέγαμε) τον κόσμο και να πετύχει και στον έρωτα, θαρρείς πως ο έρωτας δεν έχει σχέση με τον χρόνο. Βλέπετε λοιπόν, ότι αυτή κουλτουριάρα, με το να θέλει να πει πολλά, τελικά δεν λέει τίποτα


Το «αφιέρωμα» στα αλαμπουρνέζικα των κουλτουριάρηδων, θα κλείσει με ένα ακόμα μικρό δείγμα της «κουλτούρας» τους. Δεν θα γίνει κάποια ανάλυση, όπως στο προηγούμενο κείμενο. Πάρτε το ως «άσκηση» για το σπίτι και πέστε και σε μας τι καταλάβατε: «Ο ελλαδικός άνθρωπος στην Ορθοδοξία διατυπώνει τον αρνητικό του νόστο ως "ζώο θεούμενο", μέσα από τον διάλογο του Εγώ του με το Άλλο, ως Ανταρσία ενάντια σε ένα Είναι δίχως Πρόσωπο, αφηγείται το καθολικό του βίωμα, τη διαδικασία ενσάρκωσης στο Εγώ του, την πρόσκτηση, με ενοποιό τον εαυτό του, του διάχυτου και απρόσωπου ως την έλευση του γίγνεσθαι που μετουσιώνεται τώρα, μέσα από την ιστορία του, την διάρκεια της Πράξης του, στο Εσύ και το Εμείς του Εκκαθολικευόμενου Εγώ του… Ο χριστιανικός άνθρωπος εγκολπώνει το Άλλο στο εκκαθολικευμένο του Εγώ, στο Εσύ και στο Εμείς, «ζωντανό σώμα του Θεού», εκκλησία του. Το Άλλο γίνεται έτσι Εσύ για να θριαμβεύσει ως Εμείς μέσα σε ένα Εγώ μεγαλωμένο δυνάμει στο άπειρο, Έρωτας ως Πράξη του Εσύ έξω από τον Καιρό, και ιστορία ως Πράξη του Εμείς, ενσαρκωμένος Καιρός, συμπίπτουν σε μια δισυπόστατη υφή ενός γίγνεσθαι που εκφράζεται στο Πρόσωπο, στην Παρουσία του Ανθρώπου ως ερωτικής σχέσεως, ως αγαπητικής πράξης». (Περιοδικό «Αντί», αρ. 239, σελ. 20-21, 1983) 


Κείμενα σαν τα παραπάνω, δίνουν το κακό παράδειγμα στη χρήση της γλώσσας, στους νέους που τα διαβάζουν. Η νεότερη γενιά που ψευτομορφώνεται με τέτοια κείμενα, θα γράφει ακόμα χειρότερα και οι παρατηρήσεις της θα είναι και  χειρότερες και πιο γελοίες. Ο Στρατής Δούκας έλεγε χαρακτηριστικά, ότι με την λογοτεχνία σήμερα ασχολούνται αποκλειστικά οι άνθρωποι που δεν έχουν ιδέα από γλώσσα. Τα κακά επομένως είναι δύο: 1) Η διαφθορά των νέων που θα εκφράζονται χειρότερα στο μέλλον. 2) Η διαφθορά της ίδιας της γλώσσας που κι αυτή θα γίνει θολή και νερόβραστη. 

Παλαιότερα, κάποιος καθηγητής γλωσσολογίας έλεγε: «Μακριά από τους μορφωμένους!» κι αυτό που έλεγε εκείνος ο αγαθός άνθρωπος, ισχύει εκατό φορές περισσότερο για τους σύγχρονους κουλτουριάρηδες που ούτε τη γλώσσα ξέρουν και ούτε έχουν οργανωμένη σκέψηΓια όσους συναισθάνονται αυτή την εξαχρείωση της γλώσσας και θλίβονται κατάκαρδα για όλη αυτή την κατάντια, η λύση είναι μία: Να προσέχουμε πολύ τα λόγια μας κι ακόμα περισσότερο τα γραπτά μας. Κάθε τι που λέμε να το σκεφτόμαστε, και προπάντων πρέπει να γράφουμε κατανοητά. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να διαβάζουμε κλασικά κείμενα της λογοτεχνίας μας, που έχουν σωστή και ζωντανή γλώσσα κι επίσης να στήνουμε αυτί στις κουβέντες του λαού

Ο Σολωμός πήγαινε στις ταβέρνες της Κέρκυρας για ν’ ακούσει πρόσφυγες από την Κρήτη που τραγουδούσαν μαντινάδες. Ο Καβάφης πήγαινε στα καφενεία και τα φαρμακεία της ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας κι έστηνε αυτί για να τσακώσει καμιά ζωντανή ελληνική φράση. Ενώ εμείς, σήμερα, διαμορφώνουμε τη γλώσσα μας από τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, και χώρια που δεν μας μένει καιρός ούτε να σκεφτούμε, ούτε να χωνέψουμε αυτά που βλέπουμε κι ακούμε. Πάντως, ούτε το να στήνουμε αυτί αρκεί. Χρειάζεται και κάτι ακόμα: Να ασκούμαστε στο γράψιμο. Και η άσκηση γραφής, κρατάει μια ζωή…





ΠηγήΔιασκευασμένο απόσπασμα από συζήτηση με τον Περικλή Σφυρίδη 






Ολόκληρη η συζήτηση εδώ: https://radioparasita.org/sites/default/files/Gong/052013/__95930.pdf
















Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

Μυστικό τοπίο

 



Σαν το παράπονο στη φράση "εδώ και τώρα"
σαν το σπασμένο φαρμακείο στις δύο η ώρα
σαν το καμμένο το γήπεδο, σαν το αμόκ της μηχανής σου
μέσα απ' της βιτρίνας τα θρύψαλα ακούω την ψυχή σου. 

Κι' όπως σ' ένα τοπίο μυστικό 
έτσι μια ευλογία που αγνοώ 
με κρατάει στο δικό σου το μήκος. 


Μου 'στειλαν μηνύματα οι βιαστικό σου οι νάνοι 
απ' το παραλήρημα της χώρας σου που αυξάνει.
Τρεις και μισή ξημερώματα σαν διαδήλωση που πήζει
μαύρο γυαλί δίχως πρόσωπο και ξαφνικά ραγίζει. 

Και στου σκοτωμένου το σφυγμό
στο φλας του ασθενοφόρου
καθρεφτίζει κάτι απ' την ηχώ 
του Θεού στο βυθό του Εωσφόρου. 


Οι ρυθμοί μου λύσσαξαν μα δεν κρατούν τον ήχο 
της μοναξιάς σου όταν κλαις και χτυπάς τον τοίχο. 
Μέσ' στης αυγής το μισόφωτο σβήνω μίλια γραμμένης ύλης 
να βρεις τη σελίδα κατάλευκη να μπεις και ν' ανατείλεις. 

Μ' ένα παρανάλωμα παντού 
στη θεϊκή σου αλήθεια 
σαν φωτογραφία ενός παιδιού 
που μου λέει "αναγνώστη βοήθεια"


Θύρα επτά και θύρα κάτω από τις ερπύστριες. 
Όλα διαβήκαν απ' τις γλώσσες τις στραγγαλίστριες
κι' όμως εγώ σ' αφουγκράστηκα σαν λεξούλα ενός αγνώστου 
κι' όχι σαν μέρος του λόγου τους και του δικού τους πόστου. 

Για να σ' αγκαλιάσω με καημό 
και τόσο να σε νοιώσω 
όσο είναι τοπίο μυστικό 
τούτο εδώ που ποθώ ν' αποδώσω.





ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ
ΜΟΥΣΙΚΗ-ΣΤΙΧΟΙ :ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟ



Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2025

Τα Εξάρχεια έχουν την δική τους Ιστορία

 


Όταν ο Βαυαρός μπούλης, Όθωνας, στέφθηκε βασιλιάς μιας χώρας που αγνοούσε, και οι αγωνιστές της, -όσοι είχαν επιζήσει- ζητιάνευαν ή φυλακίζονταν, μάστορες και καλφάδες ήρθαν από τις Κυκλάδες και την Ήπειρο, για να του χτίσουν το παλάτι. Πολλοί εγκαταστάθηκαν σε μια περιοχή, που καθώς ήταν μακριά απ τα σκαριά των ανακτόρων, ονομάστηκε "Προάστιον". Μαζεύτηκαν εκεί και αγγειοπλάστες αφού το νταμάρι στον κοντινό λόφο (Στρέφη) έδινε και κοκκινόχωμα που στροβιλιζόταν στον τροχό κι έβγαζε πιθάρια. Η περιοχή βαφτίστηκε από τον εργατόκοσμο "Πιθαράδικα".


Όταν οι καλφάδες έχτισαν το Πανεπιστήμιο, τα "Πιθαράδικα" γέμισαν σπουδαστές, καθηγητές, ποιητές, συγγραφείς, τυπογράφους και κάθε λογής διανοούμενους. Τα αγγειοπλαστεία συνυπήρχαν πια με βιβλιοπωλεία, παντοπωλεία, μανάβικα και υφασματεμπορικά.

Ήταν η εποχή που η ελίτ των πρώην κοτζαμπάσηδων και οι παλατιανοί κυκλοφορούσαν με εισαγόμενα λευκά καπέλα .Οι φοιτητές της εποχής βίωναν τη βαυαρική καταπίεση και θέλησαν να εκφράσουν την αντίθεση τους στην εισαγωγή “ξενόφερτων καπέλων” και στη στυλιζαρισμένη εμφάνιση. Αντικατέστησαν λοιπόν τα λευκά καπέλα με ψαθάκια από τη Σίφνο, που ήταν άπλα, φτηνά, ντόπιας παράγωγης και παρέπεμπαν στα καπέλα που φορούσαν στην Ιταλία οι εξεγερμένοι του Γαριβάλδη. Έτσι, οι φοιτητές με τα ψαθάκια που σιχάθηκαν τη βαυαρική αποικιοκρατία, ονομάστηκαν "Γαριβαλδινοί" και οι συντηρητικοί παλατιανοί των άσπρων καπέλων, "Αυστριακοί".


Οι εισαγωγείς των λευκών καπέλων είδαν να μειώνονται τα κέρδη και, στις 11 Μαϊου 1859, που Γαριβαλδινοί, Αυστριακοί και "ντροπαλαί δεσποσύναι" έκαναν βόλτες στο Πεδίον του Άρεως, έστειλαν υπαλλήλους με ξεχαρβαλωμένα ψαθάκια κι άλλα σε σχήμα και μέγεθος περιπαικτικό, να κατατροπώσουν την αιτία του μειωμένου μπεζαχτά.

Έτσι ξεκίνησαν τα "Σκιαδικά", που εξαπλώθηκαν στα γύρω Πιθαράδικα κι έμειναν στην ιστορία για τη βαρβαρότητα των χωροφυλάκων αλλά και ως η πρώτη εξέγερση, που τρία χρόνια μετά, θα έστελνε τον Όθωνα από κει που ήρθε. Αρχηγός της χωροφυλακής ήταν τότε ο Κωσταντίνος Δημητριαδης, που είχε πρόσφατα απαρνηθεί τη φουστανέλα, είχε εκλεγεί βουλευτής με νοθεία, και είχε χοντρύνει τα μπαστούνια των χωροφυλάκων σε ρόπαλα, που πάνω τους έγραφαν, "η ισχύς του νόμου". 


Ο Γάλλος δημοσιογράφος Εντμόν Αμπού γράφει για εκείνη την εποχή: "Τους υφισταμένους του αρχηγού της χωροφυλακής, κανείς δεν θα ήθελε να τους συναντήσει στη γωνία ενός δάσους". Τόσο τρόμο προκαλούσαν από τότε οι "προστασίας του πολίτη". Και έτσι, τα Σκιαδικά πνίγηκαν σε μια άγρια καταστολή.


Εντωμεταξύ, τα Πιθαράδικα συνεχίζουν να πυκνοκατοικούνται και, περίπου μια εικοσαετία μετά τα Σκιαδικά, έρχεται από την Κόνιτσα ο Βασίλειος Έξαρχος και ανοίγει ένα μεγάλο εμπορικό, με όλα τα καλά. Λάδια, κρασιά και ηπειρώτικα τυριά, παστές ρέγγες και υφάσματα. Η περιοχή γίνεται διάσημη χάρη στο μεγαλομπακάλικο, γωνία Θεμιστοκλέους και Σόλωνος, και παίρνει το όνομα του μεγαλομπακάλη. Το "Προάστιον που έγινε Πιθαράδικο", όλοι το ξέρουν τώρα ως "Εξάρχεια".


Φτάνοντας στον ντροπιαστικό ελληνοτουρκικό πόλεμο, η έξαρση του εθνικισμού είναι τέτοια, που συμπαρασύρει τον φοιτητόκοσμο στα "Ευαγγελικά"Νοέμβρης 1901 και, στην περιοχή γύρω απ το Πανεπιστήμιο και στα Εξάρχεια, πορείες, ξύλο, συλλήψεις και νεκροί, γιατί ο υπερεθνικισμός βλέπει στην μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική τον "σλαβικό κίνδυνο". Τα Ευαγγελικά τελειώνουν, με 8 ή 11 νεκρούς. Εντωμεταξύ, μέσα στη δίνη των εξεγέρσεων και του μεσοπόλεμου, γεννιούνται και μετακομίζουν στο μεταξύ ποιητές, και οι συλλογές τους τυπώνονται στα τυπογραφεία των Εξαρχείων.


Κατά την διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, το Χημείο στην Σόλωνος φιλοξενεί στα υπόγεια του, ένα πολύτιμο ασύρματο. Η Εθνική Αντίσταση κάνει τις ταράτσες, στα Εξάρχεια, προμαχώνες. Στην Μπλε Πολυκατοικία, όπου στεγάζονταν οι πράκτορες του Μίδα, ο ΕΛΑΣ εγκαθιστά βαρύ οπλισμό. Είναι η ίδια πολυκατοικία στην οποία μετά έμειναν η Βέμπο, ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Δημήτρης Μυράτ, ο Χορν. Στα Εξάρχεια πάντα  συνυπάρχει η εξέγερση με τη διανόηση.


Το 1973, άλλη μια ταράτσα της περιοχής σφραγίζεται από μια εξέγερση, η ταράτσα της Νομικής. Λίγους μήνες μετά, το Νοέμβρη του 1973 και λίγα στενά πιο κάτω, η εξέγερση του Πολυτεχνείου σημαδεύει ανεξίτηλα τη σύγχρονη ιστορία. Πάλι στα Εξάρχεια, στη Στουρνάρη, ο φονιάς Ντερτιλής σηκώνει το όπλο, σημαδεύει και δολοφονεί τον εικοσάχρονο φοιτητή Δημήτρη Μυρογιάννη.


Την Πρωτομαγιά του 1976, η ανακοίνωση για το χαμό του Παναγούλη, στο συγκεντρωμένο πλήθος στο Πεδίο του Άρεως, σημαίνει συναγερμό. Ο κόσμος ανεβαίνει προς τη Βουλή και δυνάμεις καταστολής με αύρες, χτυπάνε άγρια τους διαδηλωτές. Όλοι οι δρόμοι των Εξαρχείων θολώνουν με καπνογόνα και οι διαδηλωτές πνίγονται στα δακρυγόνα. Στα ίδια στενά, το Νοέμβρη του 1985, στην επέτειο του Πολυτεχνείου, ο αστυνομικός Μελίστας σηκώνει το όπλο και δολοφονεί τον 15χρονο Μιχάλη Καλτεζά.


Οι δρόμοι των Εξαρχείων φιλοξενούν για πολύ καιρό μαζικές διαδηλώσεις οργής. Τον Δεκέμβριο του 2008, πάλι στα Εξάρχεια, ο 15χρονος μαθητής Αλέξης Γρηγορόπουλος πέφτει νεκρός από σφαίρα του "ειδικού φρουρού" Κορκονέα.

Το 2019 – με το που ανέλαβε την εξουσία το σημερινό σινάφι – ΜΑΤ, ΟΠΚΕ και σιδεράδες επετέθηκαν σε χώρο που στέγαζε πρόσφυγες, αυτούς που αποκάλεσαν "σταγονίδια και σκόνη", έσπασαν, ψέκασαν χτύπησαν και συνέλαβαν 70 πρόσφυγες. 

Από τότε μέχρι σήμερα, η συνοικία που έζησε τη φονική βία των αστυνομικών και τον άδικο θάνατο νέων ανθρώπων, διασχίζεται από πρεζέμπορους που ποτέ δεν συλλαμβάνονται, διαπομπεύεται από δημοσιογραφίσκους εντεταλμένης υπηρεσίας βοθροκάναλων, και γίνεται καταφύγιο κυνηγημένων ανθρώπων, προσφύγων, μεταναστών, εξεγερμένων, γιατί είναι μια συνοικία με υψηλό δείκτη αλληλεγγύης

Προχτές, Παρασκευή 31/10/2025, ο ένστολος καρκίνος του τόπου, σε διατεταγμένη υπηρεσία και παράκρουση, εκσφενδόνισε καρέκλες και τραπέζια, άνοιξε κεφάλια και χτύπησε ΑΜΕΑ.


Οι ήχοι στα Εξάρχεια είναι ένα μίγμα από συνθήματα σε πορείες, ποδοβολητά ΜΑΤατζήδων, μηχανές τυπογραφείων, απαγγελίες ποιημάτων, την κιθάρα του Άσιμου, και τραγούδια σε μαγέρικα. Είναι τόσο το άδικο αίμα που έχουν πιει οι δρόμοι αυτής της συνοικίας, ώστε σε όποια γωνιά κι αν αφήσεις ένα κόκκινο γαρύφαλλο, θα είναι "στη μνήμη"... 

Τα Εξάρχεια είναι η σύγχρονη ιστορία αυτού του τόπου σε μια πολύτιμη συμπύκνωση. Είναι το Καρτιέ Λατέν της Αθήνας που επιμένει να βγάζει ποιητές, αλληλέγγυους, βιβλία, μουσικές κι εξεγερμένους. Η άγρια καταστολή και η διαπόμπευση θέλει τα Εξάρχεια ξεπουλημένα μπιτ παρά στους νεογιάπηδες, τους δρόμους ξεπλυμένους από το άδικο αίμα, την ιστορία του τόπου αποστειρωμένη από την εξέγερση, και όλους εμάς με ανοιγμένα κεφάλια και βαριά ιστορική και κοινωνική άνοια.

Νίνα Αγγελική Γεωργιάδου

ΚΑΜΙΝΙ 

3pointMAGAZINE

prologos 

ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ



Σημ: Το κείμενο της Νίνας Γεωργιάδου είναι παλιό (εκτός από την αναφορά στην προχτεσινή ημέρα) και, όπως επισημαίνει η ίδια, όλο και πιο επίκαιρο. Θα το συναντήσετε δημοσιευμένο από διάφορους χρήστες του Facebook, υπό τον τίτλο "ΓΙΑΤΙ ΧΤΥΠΟΥΝ ΜΕ ΛΥΣΣΑ ΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ", άλλοτε με αναφορά στην πηγή και άλλοτε κλεμμένο. Τα hyperlinks είναι δικής μου επιλογής και προστέθηκαν μετά την αντιγραφή. 

Η φωτογραφία είναι από σχετικό άρθρο του Στέλιου Ελληνιάδη που δημοσιεύθηκε πριν από λίγα χρόνια (2021) στον Δρόμο της Αριστεράς, σε δύο συνέχειες, και μπορείτε να το διαβάσετε εδώ