Ετικέτες

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023

Η Φολέγανδρος, το φαντασμα κι' εγω


Μαρτυρία για την Φολέγανδρο της δεκαετίας του '50, από τον Αντώνη Σαμαράκη στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (Ιούλιος 1996)



Το '58, ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, "εν μια νυκτί και μόνη", δραπέτευσα από την πυρπολημενη Αθήνα για τη Φολέγανδρο. Δεν είχα ξαναπάει. Από τα παιδικά μου όμως χρόνια, η Φολέγανδρος ηχούσε μέσα μου με βαθιά αλλά και μελαγχολική γοητεία. 

Έχοντας πάθος με την καθημερινή επικαιρότητα, φανατικός αναγνώστης εφημερίδων, γνώριζα ότι το νησί ήταν συνήθης τόπος εξορίας των αγωνιστών με φιλελεύθερες προοδευτικές ιδέες. Κι' εγώ, από μαθητής γυμνασίου, στο Βαρβάκειο, είχα μια κρυφή ζωή: γραμματέας του μαθητικού τμήματος της Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Της αριστερής οργάνωσης που επικεφαλής ήταν ο αγνός, ο σεμνός μαχητής της δημοκρατιας, ο έξοχος δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Καρβούνης. Έτσι είχα από τότε τις προδιαγραφές να με ελκύει η Φολέγανδρος. 

Στο καφενεδάκι στην Πλάκα "Η Φολέγανδρος", γωνια Ανδριανού και Φλέσσα, νύχτα αργά, συναντήθηκα με τον αγαπημένο μου φίλο Μαριο Τρανουδακη, υπάλληλο στο ΙΚΑ, στο υπουργείο Εργασίας εγώ. Μου έδωσε τα κλειδιά από τα δύο σπίτια του, ένα στο λιμάνι, στο Καραβοστασι, το άλλο ψηλά στο Κάστρο, σχεδόν πλάι στον Χριστό, την εκκλησία. Πρωί πρωί, με το πλοίο της άγονης γραμμής, έβαλα πλώρη για τη Φολέγανδρο. 


Με μάγεψε αμέσως το τοπίο, αυτός ο λιτός, ο χωρίς φτιασιδια, ο δωρικός βράχος Φολέγανδρος. Αλλά πιο πολύ με μάγεψαν οι φτωχοί, με ζεστασιά ψυχής, με το χαμόγελο άνθρωποι. 

Στο σπίτι που πήγα στο Κάστρο, η στέγη ήταν χωρίς κεραμίδια η πλάκες. Πάνω πάνω είχε στρωμένο λιπαρό χωμα, από κάτω φύκια και πλάκες. Μέσα ήταν σωστός δαίδαλος. Ανώγεια, κατωγεια, μισοσκοτεινοι διάδρομοι, καταπακτές. Κι' ένα μπαλκονακι όνειρο, παρατηρητήριο μου είπαν για τους πειρατες στα πολύ παλιά χρόνια. Το πέλαγος -μα τι πελαγος!- ανοιγόταν στα μάτια μου και στην ψυχή μου ίσα με μίλια μακρια. 

Πήγα ύστερα στο ψιλικατζιδικο-ταβερνακι το μοναδικό εκει, ο Χρήστος ο Λιζαρδος το είχε, μακαρίτης πια, μαθαίνω, κρίμα. Δώσαμε γνωρα. Μου έψησε έναν μερακλιδικο βαρύ γλυκύ, τον καταχάρηκα. Αλλά το μεγάλο φαγοπότι, το γλέντι το τρικουβερτο ήταν το βράδυ. "Γεια!" και "γεια!" και "γεια!" και τελειωμό να μην έχει. Α, τι αξέχαστη νύχτα!... 

Αλλά η νύχτα εκείνη έμελλε να γίνει ακόμα πιο αξέχαστη. Πολύ αργά, θα ήταν δυόμιση, τρεις, ακούω βήματα μέσα στο σπίτι. Περιμένω λίγο να σιγουρευτώ. Ναι, ένας άγνωστος σεργιαναει εδώ, κοντά μου. Φωνάζω "Ποιος είναι;". Τσιμουδιά. Τα βήματα κοπάζουν για δευτερόλεπτα. Ξαναρχιζουν όμως πιο δυνατά. Αλαφιαζομαι. 

Ανάβω το κλεφτοφαναρο που είχα στο μαξιλάρι - έπρεπε να έχω πει ότι το σπίτι ήταν δίχως ρευμα. Περπατώ όλο το σπίτι, με την ψυχή στο στόμα, εννοείται. Τίποτα!... Ο μυστηριώδης νυκτερινός επισκέπτης το βιολί του, όλο σούρτα φέρτα. "Φάντασμα!..." λέω μέσα μου. Άντε τώρα να ανακαλύψεις ποιος μακαρίτης, πειρατής που αποδημησε στο νησι η άλλος, βρήκε την ώρα και τη στιγμή να βρικολακιασει, να μου κάνει τέτοια λαχτάρα. 

Το πρωί στου Χρήστου, το μυστήριο λύθηκε. "Ρε, Αντώνη, τζάμπα τα χρειάστηκες. Τι φάντασμα και πρασιν' άλογα μου τσαμπουνας; Το φουκαριαρικο παιδί ήτανε, ο κουζουλος του χωριού, έναν και μοναδικό τον έχουμε. Κάθε πανσέληνο του τη δίνει, σκαρφαλώνει στα δώματα και βολταρει πάνω κατω. Καλά, δεν το πήρες είδηση πως είχαμε πανσέληνο χτες; Α, το κρασάκι φταιει". 

Τι απογοήτευση! Άδειασα μέσα μου. Επειδή η στέγη ήταν έτσι φτιαγμένη, τα βήματα του παιδιού ηχούσαν λες και ήταν άνθρωπος μέσα στο σπίτι. Για δες γκαντεμια!... Είπα και γω μια φορά στη ζωή μου ν' ανταμώσω φάντασμα!... Τράβα τώρα να βρεις γνήσιο φάντασμα. Τι να κάνω δηλαδή; Να βάλω στην εφημερίδα μικρή αγγελία "Ζητείται φάντασμα"; 


Σε δύο μόλις μερες χρειάστηκε να φύγω επειγόντως για την Αθήνα. Σύμπτωση να έχει πλοίο, έκτακτο δρομολόγιο. Με βαθιά λύπη και με νοσταλγια χώρισα από τους φίλους μου. Ανυπομονος για ταξιδι κατέβηκα στο Καραβοστασι πρωί ακομα παρόλο που ήξερα ότι το καραβι φεύγει μεσάνυχτα. Πώς να περάσουν τόσες ώρες... Πήγα στο καφενεδάκι το μοναδικό, η κυρά Μαργαρίτα το κρατούσε, γυναίκα του Γιαννούλη που είχε τις βάρκες. Είπα ένα ούζο. Μεζές τίποτα, το έπινα λοιπόν ξεροσφυρι, γουλια γουλιά. Οποτε, ανοίγει ορμητικά η πόρτα, μπουκαρουν δύο ψαράδες, ψηλός ο ένας, κοντός ο άλλος, τα μπατζάκια ανασηκωμένα ως το γόνατο. Πάνε στην κυρά Μαργαρίτα τέσσερεις όλες κι' όλες γόπες να τις ψήσει στα καρβουνα. Ούζο κι αυτοί. Οι δυο τους κι εγώ ήμαστε οι μόνοι πελάτες. Με κρυφοκοιτανε, κουβεντιάζουν ψιθυριστά, μου ρίχνουν κρυφές ματιές, πολύ φιλικές. Να κι οι γόπες στο τραπεζάκι τους, τσιγκινο όπως όλα. 

Πετάγεται ξαφνικά κατά μένα ο ψηλός, "Αυτές οι δύο γοπες ειναι για σένα, φίλε". Δακρύζω, ένας κόμπος στο λαιμό μου. Οι γόπες μοσχοβολανε. Αλλά πιο πολύ μοσχοβολαει η ψυχή τους. Α, μωρέ λεβέντες, Έλληνες μου!... 

Πιάνω και γω το ακριβό παγκοσμιου λήψεως ραδιόφωνο που το είχα πάρει δανεικό από φιλικό μου κατάστημα στην Αθήνα, τραβάω ίσια στο τραπέζι τους, το απιθωνω "Κι αυτό είναι για σας, φίλοι". 


Η συνέχεια τα μεσάνυχτα. Λίγο πριν σαλπάρει για Πειραιά το καράβι, φτάνουν οι δύο μου φίλοι οι ψαράδες με τέσσερεις κάσες ολοφρεσκα ψαρια. Λένε του λοστρόμου "Αυτά είναι για το φίλο μας τον Αντώνη, το νου σου!"

Μεγάλη χαρά μου δώσατε, αγαπημένοι μου φίλοι. Αλλά και μεγάλο πρόβλημα μου κάνατε, το μυαλό μου μπλόκαρε. Πώς να κουμαντάρω εγώ τα τόσα λαχταριστα ψάρια; 


Αντώνης Σαμαράκης

(Κυριακή, 28 Ιουλίου 1996, εφ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)


Θυμάμαι οριακα, σαν σε ονειρο, τον Γιαννούλη που είχε τις βαρκες και τη γυναίκα του την κυρα Μαργαριτα, τα τραπεζάκια τα τσιγκινα και το καφενεδάκι στο μώλο. Υποψιάζομαι ποιος είναι ο "ψηλός" και ποιος ο "κοντός", οι ψαραδες. Θυμάμαι και τον Χρήστο Λιζαρδο, στη Χωρα. Βρήκα την μαρτυρία του Αντώνη Σαμαράκη σε μια ομάδα του Facebook με όνομα "Παλαιές Φωτογραφίες Φολεγανδρου-Folegandros old photos"*, και την μαζεψα με δέος και συγκίνηση, όπως μαζεύεις μια γυαλοπετρα που λάμπει στην αμμο, σαν διαμαντακι πολύτιμο πάνω στα όρια της λήθης και της μνήμης. Κακη Πριμηκυρη

*https://www.facebook.com/groups/478471076897006/posts/1064669878277120/


Αναδημοσιευση

Κοινοποιηση

Δεν υπάρχουν σχόλια: