Ετικέτες

Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

Συναισθηματική πολιτική





  











                       

                 του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

                Αναδημοσίευση από edromos.gr



Ας φανταστούμε έναν άνθρωπο που εργάζεται στην δουλειά του πατέρα του, αν και ποτέ δεν ήταν αυτή η επιθυμία του. Εργάζεται σε μια δουλειά, αν και δεν τον ικανοποιεί. Έχει δυό παιδιά στα οποία δυσκολεύεται πολύ να θέσει τους αναγκαίους, για την ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη, περιορισμούς. Προσπαθεί να κάνει ό,τι μπορεί για να ευχαριστήσει τη σύζυγο του, που εντούτοις, παραμένει ανικανοποίητη και εξαιρετικά απαιτητική. Κάθε φορά που επιχειρεί να "σπάσει" αυτό το πάτερν, νιώθει ενοχές και προκειμένου να τις ανακουφίσει υποχωρεί, παραχωρώντας τον έλεγχο της ζωής του στους Άλλους. Ο άνθρωπος της ιστορίας αυτής είναι εγκλωβισμένος στην ίδια του τη ζωή. Είναι παγιδευμένος στη ζωή του. 


Ας φανταστούμε, ακόμη έναν άλλο άνθρωπο, μια γυναίκα αυτή τη φορά, που νιώθει πως η ζωή με τον σύντροφο της είναι αφόρητη. Συχνά συμπεριφέρεται με μια επίφαση ευδιαθεσίας, αλλά μια πιο προσεκτική ματιά μπορεί να δει την υποβόσκουσα δυσαρέσκειά της. Η γυναίκα αυτή παντρεύτηκε για να ξεφύγει από την πατριαρχική καταπιεστική οικογένεια της, αλλά το μόνο που πέτυχε είναι απλά ότι αντικατέστησε τον τυραννικό πατέρα της με μια νεότερη εκδοχή του. Η ιδέα της απελευθέρωσής της φαίνεται στα μάτια της τρομαχτική. 


Ο τρόπος με τον οποίο βιώνουν την πραγματικότητα οι άνθρωποι αυτοί, καθώς νιώθουν πως κάποιοι άλλοι ελέγχουν τη ζωή τους, τους οδηγεί στην παθητικότητα, κάνοντας τους απλούς θεατές της ίδιας της ζωής τους. Αυτή η αίσθηση του εγκλωβισμού είναι ένα τεράστιο ψυχικό βάρος που εξουθενώνει, καθώς η ζωή χάνει την όποια ανεμελιά και ελευθερία. Αλλά, κυρίως, η παγίδευση αυτή εμποδίζει τους ανθρώπους να αναπτύξουν μια ξεκάθαρη αίσθηση του τι θέλουν και τι πραγματικά έχουν ανάγκη, και νιώθουν πως το μόνο που μπορούν να αποκτήσουν είναι το ξεροκόμματο που καταδέχονται να τους "πετάξουν" οι άλλοι. Πρόκειται για την αίσθηση ότι δεν μπορεί κανείς να διαμορφώσει τη ζωή του, αφού είναι παγιδευμένος στις περιστάσεις και στην "μαύρη μοίρα" του.

 
Αυτός είναι ο γνωστικός μηχανισμός μέσω του οποίου οι άνθρωποι, αντί να γίνονται οι πρωταγωνιστές της ζωής τους, αφήνουν τους άλλους να τους ελέγχουν και μετατρέπονται σε αόρατους παρατηρητές, που "δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, προσμένουν τάχα κάποιο θαύμα".

 
Αλλά, όταν οι άλλοι ελέγχουν τις ανάγκες μας, υπάρχει ακόμη μία συνέπεια: η ραγδαία μείωση της αυτοεκτίμησης, που στον επόμενο τόνο έρχεται να επιβεβαιώσει την "ανάγκη" ακόμη μεγαλύτερης υποταγής. Και κάθε φορά που κάποια αδιόρατη "εσωτερική αξιοπρέπεια" απαιτεί μια κάποια "επανάσταση" ενάντια στον δυνάστη, οι παλιές εμπειρίες του φόβου, της πιθανής απόρριψης και της σύγκρουσης με τον άλλο ή της ενοχής επιστρέφουν με δριμύτητα βάζοντας φρένο στην προοπτική της απελευθέρωσης.

 
Η υποταγή, δηλαδή, μηδενίζει την ανθρώπινη αγωνιστικότητα και ισοπεδώνει το αίσθημα του Εαυτού, καθώς ο άνθρωπος συγχωνεύεται με τους εξουσιαστές του, τα όρια του διαλύονται και το σύνορο ανάμεσα στον Εαυτό και στον Άλλο γίνεται "λάστιχο". Με άλλα λόγια, ο Εαυτός χάνεται μέσα στον Άλλο και η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο "εγώ" και στο "εσύ" εξαφανίζεται, καθώς υιοθετούνται τα "θέλω", οι αξίες, οι πεποιθήσεις, ακόμη και τα γούστα των Άλλων που ελέγχουν.

 
Αλλά, όταν οι ανάγκες του ατόμου υποτάσσονται στις ανάγκες του ελεγκτικού Άλλου, το ανεκπλήρωτο τους ουρλιάζει. Συνειδητά ή ανεπίγνωστα, οι υπαρξιακές ανάγκες της αυτονομίας και της αυτοέκφρασης ζητούν το "μερτικό τους από την χαρά", και το συναίσθημα αυτό της ματαίωσης ακολουθείται από το συναίσθημα του θυμού, που βέβαια σπάνια στρέφεται ενάντια στον πραγματικό υπεύθυνο-δυνάστη. Αυτή η χρόνια αγανάκτηση είναι για τους υποταγμένους ανθρώπους η μόνη ορατή κορυφή του παγόβουνου της ακρωτηριασμένης τους ατομικότητας.

 
ΑΣ ΦΑΝΤΑΣΤΟΥΜΕ ΤΩΡΑ, ακόμη έναν άνθρωπο. Τον μεταπολιτευτικό Νεοέλληνα που εναλλάσσει επί δεκαετίες στην εξουσία τους καταπιεστές του, πιστεύοντας ότι τιμωρεί μία τον έναν και μία τον άλλο, ενώ τον μόνο που τιμωρεί, στην πραγματικότητα, είναι τον ίδιο τον ενοχικό εαυτό του. Η ανακούφιση από τις ενοχές της μίας μ/λκίας προετοιμάζει για την επόμενη και πάει λέγοντας. Έτσι, ενώ η ζωή, ιδιαίτερα μετά την μνημονιακή λεηλασία, έγινε αφόρητη, ο Νεοέλληνας συχνά συμπεριφέρεται με ένα χαλαρό προσωπείο ευδιαθεσίας, κυρίως γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο να συνειδητοποιηθεί η πραγματικότητα, ότι δηλαδή η εν-αλλαγή του "ελεγκτή" της ζωής δεν σημαίνει με κανέναν τρόπο Ελευθερία. Όπως και η γυναίκα της ιστορίας μας, η αντικατάσταση του ενός καταπιεστή με κάποιον άλλο, υποκρύπτει τη δυσκολία να αναλάβουμε προσωπικά και αδιαμεσολάβητα την υπόθεση της ελευθερίας μας. Όπως και ο άντρας της ιστορίας μας, κάθε φορά που επιχειρούμε να "σπάσουμε" το πάτερν της υποταγής, το κυρίαρχο σύστημα γνωρίζει τον τρόπο για να μάς πλημμυρίσει με δυσβάστακτες ενοχές. Ενοχές, ακριβώς, τις οποίες προκειμένου να ανακουφίσουμε, υποχωρούμε, παραχωρώντας τον έλεγχο της ζωής μας σε κάποιους Άλλους κάθε φορά. 


Ο Νεοέλληνας άνθρωπος είναι παγιδευμένος στη ζωή του, καθώς, είτε αποφασίσει είτε δεν αποφασίσει κάτι, νιώθει πως δεν έχει καν το δικαίωμα να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Γι’ αυτό είναι σχεδόν πάντα θυμωμένος, ακόμη κι αν ο ίδιος δεν μπορεί να αναγνωρίσει τον θυμό του. Γιατί το γεγονός και μόνο ότι πρέπει να προσαρμόσει τις ανάγκες του στις ανάγκες που του ορίζουν οι ελεγκτές, όσο κι αν "βολεύει", γεννά το αναπόφευκτο συναίσθημα του θυμού. Οι κυρίαρχοι άλλοι μάς χρησιμοποιούν, μάς ελέγχουν και μάς εκμεταλλεύονται, έτσι που οι ανάγκες μας να μην φαίνονται καν αληθινές στα μάτια τους, κι’ όμως δεν επιτρέπεται ούτε καν να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή είναι μια χρόνια κατάσταση που μάς θυμώνει. Ίσως μόνο όταν αντιδρούμε σε ένα ασήμαντο γεγονός με δυσανάλογο και υπερβολικό τρόπο, να περνάει κάπως από το νου μας ότι είμαστε πραγματικά πολύ θυμωμένοι. Αλλά, τότε, κάποιος αδύναμος οικείος ή άγνωστος στο δρόμο ή στο Facebook θα πληρώσει την νύφη της εκτόνωσης. Αν είχε εφευρεθεί το θυμό-μετρο, είναι βέβαιο ότι το νεοαλληνικό άτομο θα έσπαγε τα κοντέρ.

 
Ο συναισθηματικός ακρωτηριασμός όχι μόνο αφήνει την ύπαρξη κολοβή αλλά την καθιστά και ευάλωτη στους κυρίαρχους μηχανισμούς της ενοχοποίησης και του φόβου της απόρριψης που είναι οι βάσεις της υποταγής. Χρειαζόμαστε, για το σκοπό αυτό, μια συναισθηματική επανεκπαίδευση, σαν να μαθαίνουμε την αλφαβήτα από την αρχή.

 
Μιλώντας για ενοχές, θυμό και γενικώς συναισθήματα, δεν θα πρέπει να μάς διαφεύγει το γεγονός ότι είμαστε "λειτουργικά-συστατικά μέρη" ενός συστήματος που οργανωμένα αποφεύγει την συναισθηματική ανάπτυξη. Μόνο το γεγονός ότι τα παιδιά μας μαθαίνουν ακόμη στο σχολειό πώς να "σκέφτομαι και γράφω" ή πώς να γυμνάζουν το σώμα τους, αλλά όχι πώς να "νιώθω και γράφω", αναδεικνύει την θλιβερή αναπηρία του πολιτισμού μας. Στην τριαδική αναπτυξιακή μας εξέλιξη, "μετράει" κυρίως η γνωστική και, δευτερευόντως, η σωματική-βιολογική ανάπτυξη, ενώ η συναισθηματική επαφίεται στην ατομική ευχέρεια ενός εκάστου - και αν. Μεγαλώνουμε με μια συναισθηματική αναπηρία που δεν μάς αφήνει ούτε καν να αναγνωρίσουμε πώς νιώθουμε κάθε στιγμή. Γι’ αυτό αν ρωτήσετε κάποιον καλοπροαίρετο άνθρωπο "τι σκέφτεται" μπορεί να απαντήσει - συνήθως και άμεσα - δεκάδες φλυαρίες, ενώ αντίθετα αν τον ρωτήσετε "τι νιώθει" μένει, μάλλον, … παγωτό.

 
ΑΥΤΟΣ Ο ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΣ ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΣ όχι μόνο αφήνει την ύπαρξη κολοβή, αλλά την καθιστά και ευάλωτη στους κυρίαρχους μηχανισμούς της ενοχοποίησης και του φόβου της απόρριψης που είναι οι βάσεις της υποταγής. Χρειαζόμαστε, για το σκοπό αυτό, μια συναισθηματική επανεκπαίδευση, σαν να μαθαίνουμε την αλφαβήτα από την αρχή.

 
Κι έτσι, την επόμενη φορά που θα εκφράσεις τον θυμό σου σε κάποιο μέλος της οικογένειας σου ή σε κάποιον άγνωστο στο δρόμο, προσπάθησε να θυμηθείς πως αυτό το συναίσθημα είναι εκεί, σαν το κόκκινο φωτάκι στο ταμπλό του αυτοκινήτου σου, για να σού δείξει πως πάει πολύς καιρός που τα όρια σου έχουν γίνει σουρωτήρι από τους συστημικούς μηχανισμούς, αλλά ταυτόχρονα και το πάθος σου να αλλάξεις τα πράγματα.

 
Την επόμενη φορά, που κάπως θα νιώσεις πικρία για τον τόπο σου, προσπάθησε να θυμηθείς πως αυτό το συναίσθημα είναι εκεί για να σού δείξει πως είναι λάθος να κρατάς ακόμη μια επίκριση για τον εαυτό σου και τους συμπολίτες σου.

 
Την επόμενη φορά, που θα νιώσεις φθόνο για τον λαό, προσπάθησε να θυμηθείς πως αυτό το συναίσθημα είναι εκεί για να σού δείξει πως είναι λάθος να ζεις μόνιμα στο παρελθόν και στις τραυματικές μνήμες σου που, εν τέλει, δεν επιτρέπουν στο παρόν να έρθει.

 
Την επόμενη φορά, που θα νιώσεις απογοήτευση ή ματαίωση, προσπάθησε να θυμηθείς πως αυτό το συναίσθημα είναι εκεί για να σού δείξει πως προσπάθησες για αυτόν τον τόπο και τον Λαό και πως, στο πρόσφατο παρελθόν, δεν παραδόθηκες στην αδράνεια και στην αδιαφορία.

 
Την επόμενη φορά, που θα νιώσεις δυσφορία, προσπάθησε να θυμηθείς πως αυτό το συναίσθημα είναι εκεί για να σού δείξει πως χρειάζεται να δώσεις προσοχή στο τι συμβαίνει πραγματικά και πως τώρα είναι η ευκαιρία να λειτουργήσεις με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ ότι συνήθως.

 
Την επόμενη φορά, που θα νιώσεις ενοχή, προσπάθησε να θυμηθείς πως δεν χρειάζεται να ζεις ακόμη και τώρα τη ζωή σου με βάση τις απαιτήσεις των ελεγκτών σου, που σε ενοχοποιούν για να πετύχουν την παθητική σου στάση.

 
Την επόμενη φορά, που κάπως θα νιώσεις ντροπή για τον τόπο σου, προσπάθησε να θυμηθείς πως αυτό που έχει συμβεί είναι ότι οι "κυρίαρχοι" σού έχουν εμφυσήσει τις δικές τους πεποιθήσεις για το ποιός είσαι, και το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να συναντήσεις ξανά τον αληθινό εαυτό σου.

 
Την επόμενη φορά, που θα νιώσεις άγχος για τη ζωή σου ή για τη ζωή των αγαπημένων σου, προσπάθησε να θυμηθείς πως αυτό το συναίσθημα είναι εκεί για να σού δείξει πως είναι πιεστική ανάγκη να αφυπνιστείς αμέσως τώρα και να απαλλαχθείς από κολλήματα του παρελθόντος και τους φόβους του μέλλοντος.

 
Κι αν διαβάζοντας όλα ετούτα νιώσεις θλίψη, θυμήσου πως αυτό το συναίσθημα είναι εδώ για να σού δείξει το βάθος των συναισθημάτων σου, το βάθος του νοιαξίματός σου για τους άλλους, τον τόπο και τον κόσμο ολόκληρο.

 
Στο τέλος-τέλος μην ξεχνάς, πως θα 'ρθει μια ζόρικη στιγμή, μάρτυς μου η κβαντική φυσική, που θα μας ρωτήσουν όχι τι σκεφτήκαμε, τι διαβάσαμε, τι είπαμε ή τι γράψαμε, αλλά τι νιώσαμε και τι ως εκ τούτου πράξαμε.







Σύνδεσμοι σχετικοί με τον συγγραφέα: 
Image at https://technod.wixsite.com/afigisi/antonis-androylidakis











Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

Νοο-τροπίες








Νοοτροπία είναι το σύνολο των αντιλήψεων και των πεποιθήσεων ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας, που καθορίζουν τον τρόπο της σκέψης τους, την τοποθέτησή τους απέναντι στα προβλήματα της ζωής και τη συμπεριφορά τους. 

Αναζητώντας παρηγοριά μέσα σε μια δύσκολη επικαιρότητα (ειδήσεις) αλλά και καθημερινότητα (σχέσεις), θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου να καταφεύγει σε ερμηνείες - ίσως γιατί οι ερμηνείες προσφέρουν συνήθως μια καλύτερη αίσθηση ελέγχου των δεδομένων καταστάσεων. Σερφάροντας στο διαδίκτυο, έπεσα τις ημέρες αυτές πάνω σε ένα άρθρο του Ηλία Βασιλειάδη στο tvxs.gr με τίτλο "Η κυριαρχία του συντηρητισμού ως ζήτημα νοοτροπίας" και μπήκα στον πειρασμό να το βάλω στο τραπέζι για "ανατομία"... 

Διαβάζω στην Βικιπαίδεια: Συντηρητισμός (conservatism)  ονομάζεται η επιφυλακτική και συντηρητική αντιμετώπιση νέων θεσμών, αρχών και αξιών της κοινωνίας, σε ατομική και ομαδική βάση. Γενικά, σημαίνει την επιφυλακτική έως αρνητική στάση απέναντι σε οποιοδήποτε νεωτερισμό. Ο συντηρητισμός είναι υπέρμαχος της προάσπισης αυτών που είναι ήδη δεδομένα, δεν δημιουργούν κινδύνους και κραδασμούς στο κατεστημένο, και κυρίως δεν χρειάζονται ριζικές αλλαγές. Ο συντηρητισμός λειτουργεί ως προσωπική στάση ζωής, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. 

Και παρακάτω: Η τάση για την πολιτική τοποθέτηση του συντηρητισμού φαίνεται να συνδέεται με την ανατομία του εγκεφάλου. Σε δείγμα νέων με συντηρητικές πεποιθήσεις, παρατηρείται υπερτροφία στην αμυγδαλή, που ερμηνεύεται ως αυξημένη ευαισθησία στην ανίχνευση κινδύνου. Αντίθετα, εκείνοι που τοποθετούνται πολιτικά με ανοικτές απόψεις, τείνουν να έχουν μεγαλύτερη πρόσθια έλικα,  η οποία συνεπάγεται μεγαλύτερη ικανότητα διαχείρισης αντικρουόμενης πληροφορίας. 

Αναδημοσιεύω κείμενο* του Ηλία Βασιλειάδη, "πειραγμένο" λιγάκι από εμένα -  σε καμία περίπτωση νοηματικά, αλλά μόνον φραστικά και συντακτικά, ως προς τις τελείες και τις παύσεις που κάνουν κάπως πιο "εύπεπτα" τα νοήματα. 


Τι είναι "προοδευτικό" και τι "συντηρητικό"; Είμαστε περισσότερο το πρώτο ή το δεύτερο; Μήπως οι έννοιες είναι παρωχημένες και δεν σημαίνουν πλέον τίποτα; Αυτή η συζήτηση είναι πολύ παλιά, δεν έχει όμως ατονήσει, αντιθέτως μάλιστα επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο.

Ως προς τον ορισμό, θα μπορούσε κανείς, σχηματικά, να ορίσει τον "προοδευτικό" ως εκείνον που επιζητά διαρκώς την αλλαγή: Την δίκαιη κατανομή των πόρων, την ισότητα και την ελευθερία, την ανατροπή των ολιγαρχιών και των περιττών ιεραρχιών, την διαρκή συμμετοχή στην λήψη των αποφάσεων, την υπέρβαση των παραδόσεων που επιβάλλουν και συντηρούν εξουσιαστικές δομές  οι οποίες προάγουν την ανισότητα.

Στην ίδια λογική, θα μπορούσε κανείς να ορίσει τον "συντηρητικό" ως εκείνον που επιζητά τη διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης, μαζί με τους συσχετισμούς που την συνοδεύουν: Την ρύθμιση της κοινωνικής συμβίωσης με γνώμονα την επίτευξη της προσωπικής ασφάλειας, την τήρηση παγιωμένων συμβάσεων, την κατοχύρωση και την προαγωγή του ατομικού συμφέροντος, την προσέγγιση καθιερωμένων προτύπων και ρόλων, την διαφύλαξη και την ανάδειξη των παραδόσεων και των δομών που αυτές έχουν δημιουργήσει. 

 
Είναι σαφές ότι ο κύριος προβληματισμός στην περίπτωση του "προοδευτικού" αφορά στη δικαιοσύνη, την ισότητα και την απελευθέρωση από καταδυναστευτικούς παράγοντες, ενώ στην περίπτωση του "συντηρητικού" αφορά στην ασφάλεια, το ατομικό συμφέρον, και τη διατήρηση των συσχετισμών που έχουν επικρατήσει.

Λαμβάνοντας υπόψη την πραγματικότητα
, όπως αυτή βιώνεται από την συντριπτική πλειοψηφία, και δεδομένων των μεγάλων ανισοτήτων, της βαθιάς εκμετάλλευσης και των αδιεξόδων που αυτή περιλαμβάνει, είναι επίσης σαφές ότι το συμφέρον των περισσοτέρων επιβάλλει να ακολουθήσουν τον δρόμο του "προοδευτικού", ώστε να διεκδικήσουν την πιθανότητα βελτίωσης του τρόπου που ζουν, εργάζονται και συνυπάρχουν.  Στην πράξη όμως, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ο συντηρητισμός κυριαρχεί και μάλιστα εμφατικά. Αν κοιτάξουμε λίγο πέρα από την επιφάνεια, θα δούμε ότι στο δίπολο πρόοδος - συντήρηση υπάρχει ξεκάθαρος νικητής. Γιατί άραγε; 

Η κυριαρχία του συντηρητισμού στηρίζεται στην τεράστια απόκλιση που υπάρχει ανάμεσα στην πραγματικότητα και την νοοτροπία των μελών της κοινωνίας. Αυτοί που έχουν άμεσο συμφέρον να ανατραπεί η υφιστάμενη κατάσταση προς όφελος των πολλών (συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού τους), επιλέγουν την πρόσδεση στην διατήρηση των παγιωμένων συσχετισμών.  Ίσως γιατί έτσι, σε ατομικό επίπεδο, αισθάνονται ότι κατοχυρώνουν καλύτερα την (επίπλαστη στην πραγματικότητα) ασφάλειά τους.
 
Είναι η λογική του"προσοχή μη χάσουμε και τα λίγα ή τα ελάχιστα που έχουμε". Και μετά απ' αυτό, η αναζήτηση της δικαιοσύνης, της ισότητας και της απελευθέρωσης υποχωρεί απέναντι στο τεχνητό αίσθημα ασφάλειας, το οποίο όμως τελικά δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας μηχανισμός πνευματικής και υλικής υποδούλωσης.

Παράλληλα, πολλοί από αυτούς που αντιλαμβάνονται ότι οι συσχετισμοί της πραγματικότητας έχουν διαμορφωθεί σε βάρος τους, δεν επιλέγουν την συλλογική δραστηριοποίηση για  την ανατροπή τους, αλλά εστιάζουν στην ατομική προσπάθεια "εξέλιξης", ώστε με κάποιον τρόπο να κατορθώσουν να βρεθούν στην πλευρά των νικητών. Να βρεθούν στην πλευρά των λίγων, των κερδισμένων, αυτών που έχουν το μεγάλο μερίδιο στην κατανομή ισχύος, "εξουσίας" και υλικών πόρων. 

 
Πρόκειται βέβαια για μια αυταπάτη
, η οποία δεν εξαντλείται στο απλό "μικροαστικό" όνειρο, αλλά εκτείνεται μέχρι του σημείου της με κάθε τρόπο υπερκέρασης όσων βρίσκονται στην ίδια συνθήκη, στο όνομα της ατομικής "ανέλιξης" και "αυτοεκπλήρωσης". Είναι η λογική του "εγώ να τα καταφέρω ή έστω να δείξω στους άλλους ότι τα καταφέρνω και δεν με ενδιαφέρει τι θα συμβεί στον διπλανό μου". Και στην περίπτωση αυτή, η αναζήτηση της δικαιοσύνης, της ισότητας και της απελευθέρωσης υποχωρεί απέναντι σε μια στρεβλή αντίληψη του ατομικού συμφέροντος, η οποία, εξ ορισμού, καταλύει την οποιαδήποτε πιθανότητα συνεργασίας και συλλογικής προσπάθειας, ενώ καθίσταται απολύτως απαραίτητη για τη διατήρηση του υφιστάμενου κατεστημένου και "κεκτημένου". 

Υπάρχουν όμως και αυτοί που δεν πιστεύουν ότι οι σε βάρος τους συσχετισμοί μπορούν να ανατραπούν. Αυτοί δηλαδή που αντιλαμβάνονται την υλική πραγματικότητα ως μια παγιωμένη συνθήκη η οποία δεν μπορεί να αλλάξει. Η όποια σκέψη για κάτι διαφορετικό απωθείται και απορρίπτεται ως ουτοπική και ανέφικτη, ενώ συχνά αντικαθίσταται με την προσδοκία μιας δικαιότερης κατάστασης σε κάποια απροσδιόριστη μεταθανάτια ύπαρξη. Είναι η λογική του "αφού έτσι είναι τα πράγματα, δεν γίνεται να είναι διαφορετικά". Και εδώ, η  αναζήτηση της δικαιοσύνης, της ισότητας και της απελευθέρωσης υποχωρεί απέναντι σε μια αυθαίρετη, μοιρολατρική και σχεδόν μεταφυσική, πεποίθηση περί νομοτέλειας της υφιστάμενης κατάστασης, η οποία καταλήγει να λειτουργεί ως η πλέον χρήσιμη νομιμοποίηση του συστήματος που επικρατεί. 

Υπάρχουν βέβαια και οι εκείνοι που αντιλαμβάνονται την αδικία και την ανισότητα των υφιστάμενων συσχετισμών, και αποφασίζουν να δράσουν συλλογικά, με στόχο τον ριζικό μετασχηματισμό τους. Συχνότατα όμως εγκλωβίζονται σε σχήματα και δομές λειτουργίας που έχουν διαμορφωθεί κάτω από ένα ολιγαρχικό πρίσμα, έτσι που στην πράξη αντανακλούν τις κύριες κατευθύνσεις του συντηρητισμού, ακόμα και αν διακηρυκτικά ευαγγελίζονται την αποδόμησή του. Ταυτόχρονα, επιλέγουν να δράσουν προτάσσοντας μια ανελαστική αξίωση ιδεολογικής "καθαρότητας", η οποία από μόνη της συνιστά μια βαθιά συντηρητική αντίληψη φανατισμού και περιχαράκωσης. Είναι η λογική του "αν η πραγματικότητα δεν συμβαδίζει με την καθαρότητα της θεωρίας μου, τότε το πρόβλημα το έχει η πραγματικότητα και όχι η θεωρία". Η συγκεκριμένη προσέγγιση αποτελεί το πλέον αποτελεσματικό δεκανίκι για το κυρίαρχο σύστημα, το οποίο πολύ εύκολα τη θέτει στο περιθώριο και τη χρησιμοποιεί ως χαρακτηριστικό παράδειγμα για το ότι δήθεν δεν μπορεί να υπάρξει κάποια διαφορετική προοπτική που να έχει τη δυνατότητα να συγκεντρώσει ευρεία υποστήριξη και να καταστεί έτσι υλοποιήσιμη. Προκύπτει συνεπώς ότι οι κύριες συνιστώσες του συντηρητισμού, δηλαδή η ασφάλεια, το ατομικό συμφέρον, η διατήρηση της παράδοσης και των δομών εξουσίας που την συνοδεύουν, έχουν διαμορφώσει μια νοοτροπία που κυριαρχεί στην συντριπτική πλειοψηφία των οργανωμένων κοινωνιών, διαιωνίζοντας την αδικία, την ανισότητα και την ανελευθερία.   

Όλο αυτό πάντως δεν είναι και τόσο παράδοξο, καθώς ο συντηρητισμός στηρίζεται στις πλέον πρωτόγονες τάσεις του ανθρώπου, οι οποίες επιτάσσουν ακριβώς την επιδίωξη της ασφάλειας, την προαγωγή του στενού ατομικού συμφέροντος και την κατοχύρωση μιας σταθερής θέσης - μολονότι οι τάσεις αυτές λειτουργούν διαλυτικά ως προς την οικοδόμηση ισότιμων και άρα ειρηνικών κοινωνικών σχέσεων.
 
Παράλληλα, οι συντηρητικές λογικές χρησιμοποιούν διάφορες μεθόδους για την εξασφάλιση της κυριαρχίας τους, από την προπαγάνδα και τον εγκλωβισμό στην παραπλανητική και αποχαυνωτική δύναμη της εικόνας, ως τον εκφοβισμό και την απαξίωση με κάθε μέσο κάθε διαφορετικής φωνής και πρακτικής.

Τι κι' αν η εσφαλμένη πρόσληψη της πραγματικότητας, ως κάτι που οφείλει να ταιριάξει στην ήδη διαμορφωθείσα και επικρατούσα συντηρητική νοοτροπία μας, είναι εντελώς παράλογη; Τι κι αν η πραγματικότητα φωνάζει σε κάθε ευκαιρία και με κάθε τρόπο ότι όσοι νομίζουν πως βολεύονται στην "ασφάλειά" τους αποτελούν τα μόνιμα θύματα των διάφορων ολιγαρχιών; Τι κι' αν όσοι νομίζουν πως μπορούν να αναβαθμίσουν την κατάστασή τους επιδιώκοντας το στενό ατομικό τους συμφέρον χωρίς καμία γνήσια μέριμνα για το σύνολο στο οποίο ανήκουν, αποτελούν τους χρήσιμους ηλίθιους τους οποίους εκμεταλλεύονται οι επικρατούσες ελίτ για τη διαιώνισή τους;  Τι κι' αν όσοι παραιτούνται από την αξίωση οποιασδήποτε ουσιαστικής αλλαγής είναι οι πιο πιστοί φύλακες της σταθερότητας μιας παράδοσης που δεν θα ωφελήσει ποτέ τους ίδιους; Τι κι' αν όσοι προτάσσουν φανατικά την ιδεολογική καθαρότητα καταλήγουν να παρέχουν το πιο πειστικό άλλοθι στη νομιμοποίηση του κυρίαρχου συστήματος; Η μεγάλη παρανόηση συνεχίζεται απαράλλακτη: προσπαθούμε εναγωνίως να προσαρμόσουμε την πραγματικότητα στη νοοτροπία μας, με βάση τον προκαθορισμένο τρόπο που σκεφτόμαστε, αγνοώντας επιδεικτικά τα διαχρονικά και ξεκάθαρα μηνύματά της αλλά και την αδυναμία μας να την αλλάξουμε. 

Καθίσταται λοιπόν προφανές ότι δεν υπάρχει καμία "ηγεμονία" των προοδευτικών ιδεών. Οι προοδευτικές ιδέες κατορθώνουν σπάνια, με εξαιρετική δυσκολία και δυσβάστακτο κόστος, να εμπνεύσουν την πραγματοποίηση μικρών ρωγμών στα συντηρητικά κατεστημένα και την προώθηση επιμέρους αλλαγών.
 
Ο συντηρητισμός συνεπώς θα συνεχίζει να θριαμβεύει, όσο εμείς θα συνεχίζουμε να ερμηνεύουμε την πραγματικότητα υπό το πρίσμα της νοοτροπίας μας. Μόνο αν εκδηλωθεί η αναγκαία αντιληπτική υπέρβαση, αν δηλαδή επιλέξουμε να προσαρμόσουμε τη νοοτροπία μας στην πραγματικότητα και στις κατευθύνσεις που παρέχει αφειδώς, τότε θα ανοίξει ο δρόμος για την ανατροπή των παγιωμένων συσχετισμών και των παραδοσιακών δομών που διαιωνίζουν την αδικία, την ανισότητα και την καταδυνάστευση σε βάρος των πολλών. 


Αυτά διαβάζοντας, θυμήθηκα πάλι την ρήση του Einstein: "No problem can be solved in the same level of consciousness that created it". Κανένα πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί στο ίδιο επίπεδο της συνείδησης που το δημιούργησε. Αλλάζουν έτσι εύκολα επίπεδο συνείδησης οι άνθρωποι; Όχι βέβαια! "Θέλει αρεττή και τόλμη η ελευθερία", αν καταφύγουμε στον Κάλβο. Ή στον Ελύτη: "Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή". Φτάνει γι΄αυτό μια ζωή; Σαφώς όχι. Και ούτε ένας αιώνας - ίσως... Έτσι έχει δείξει η ιστορία. Και ο ήλιος ναι, μπορεί να γυρίσει. Το ζήτημα είναι για πόσο θα μάς αντέχει ακόμα αυτή η γή.