Το βίντεο που ακολουθεί βασίζεται σε αποσπάσματα* της βιντεοσκοπημένης διάλεξης του Ντίνου Χριστιανόπουλου με θέμα "Θεώρηση της νεοελληνικής ποίησης στον 20ο αιώνα" στο βιβλιοπωλείο της Πάτρας "Πολύεδρο," στις16 Μαΐου 2000.
Η ποίηση του 20ου αιώνα ουσιαστικά ξεκίνησε από το 1880, όταν η Νέα Αθηναϊκή Σχολή, με τον Παλαμά και τον Δροσίνη, ανέτρεψε την Παλιά Αθηναϊκή Σχολή του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή και των καθαρευουσιάνων. Από το 1880 μέχρι το 1900, η ανατροπή αυτή εδραιώθηκε και άρχισε να γίνεται κάτι σαν παράδοση.
Ο Παλαμάς συνέλαβε, όταν ήταν νέος, πολλά σοβαρά προβλήματα των αναζητήσεων της Νεοελληνικής Ποίησης. Τρία από τα καλύτερα έργα του, Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ, Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ και Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ , είδαν το φως την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα. Κάτω από τις φτερούγες του έχει έξι γενεές ποιητών, αρχίζοντας από τον Λάμπρο Πορφύρα, που είναι ο πιο μετριοπαθής, και προχωρώντας με τον Ιωάννη Γρυπάρη, που έφερε κάποια μοντέρνα στοιχεία με συνδιασμούς της Παρνασσιακής Ποίησης. Ο Μαλακάσης υπήρξε συμπαθέστατος, ιδίως με τα Μεσολογγίτικα ποιήματα του. Ανάμεσα σε αυτούς τους ποιητές, έχουμε κατόπιν τον Άγγελο Σικελιανό, ο οποίος θεωρήθηκε κολοσσός αλλά έπεσε με τις μεγαλοστομίες του, τον Βάρναλη με τους εσκεμμένους αριστερισμούς, τον Λαπαθιώτη με τις θλιβερές αισθηματολογίες, τον εκπληκτικό Καρυωτάκη, και τον συμπαθέστατο Νίκο Καββαδία, ο οποίος κλείνει περίπου και όλη αυτή την ιστορία.
Στο πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα, η νεοελληνική ποίηση βαδίζει με ευοίωνες προοπτικές. Ο Παλαμάς κάθεται στον θρόνο του και νομίζει ότι κανείς δεν θα τον ταρακουνήσει, οπότε βγαίνει κάποιο "σκουλήκι πονηρό" που λέγεται Καβάφης και βάζει την πρώτη τορπίλη σε όλο το οικοδόμημα, δημοσιεύοντας το "Περιμένοντας τους Βαρβάρους", το 1904.
Ο Καβάφης ξεκίνησε ολομόναχος, ξεκομμένος στην Αλεξάνδρεια, η οποία τότε δεν μετρούσε καθόλου, και δημιούργησε σιγά σιγά ένα έργο (το οποίο, στην αρχή μάλιστα, μερικοί ειρωνεύτηκαν αγρίως). Με μια φοβερή παιδεία, που του επιτρέπει να ελίσσεται με πολλή άνεση μέσα στην Ελληνική Ιστορία και Φιλοσοφία, συμβαίνει να είναι και καταπληκτικά πρωτότυπος (δεν βασίζεται σε ξένα δάνεια).
Γενικά και αόριστα, ξέρουμε ότι ο Καβάφης βασίζεται στην παράδοση του ελληνιστικού επιγράμματος. Η επίδραση που δέχτηκε από την αρχαία ελληνιστική ποίηση είναι ταυτόχρονα και μια απάντηση στο ερώτημα του που θα έπρεπε να στηριχθεί η ποίηση, αν θα ήθελε να αποκλείσει τα "μαϊμουδίσματα" της ξένης ποίησης σ' όλα αυτά τα χρόνια. Ο Καβάφης προχώρησε ολομόναχος, με μια μοναδική εξαίρεση που είναι ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης.
Ο Παπατσώνης άρχισε να γράφει τα πολύ μοντέρνα ποιήματά του από το 1912. Πρωτότυπος, μυστήριος και suigeneris, ίσως δεν προσέχθηκε όσο έπρεπε, ίσως η ιδιοτυπία του ήταν ανάμεικτη με κάποιες αδυναμίες, και έτσι η περίπτωση του, αν και ανέτρεψε ένα status της ελληνικής πραγματικότητας, δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί περισσότερο.
Η δεύτερη περίπτωση πειραματισμού προέρχεται από τον Καρυωτάκη, ο οποίος επηρεάστηκε από κάποιους επιγόνους του Μποντλέρ, κυρίως όμως από την κοινωνική αντιμετώπιση της ζωής στην Ελλάδα, με όλα της τα αρνητικά που είχαν θλιβερές επιπτώσεις και στην ίδια του τη ζωή.
Στη δεύτερη εικοσιπενταετία, έχουμε την κάθοδο Παλαμά και την άνοδο Καβάφη. Το κύριο χαρακτηριστικό εδώ όμως είναι η εμφάνιση ρευμάτων, που μας έρχονται από την Ευρώπη και που κυριολεκτικά κατακλύζουν τον χώρο της νεοελληνικής ποίησης. Η λεγόμενη γενιά του τριάντα ανακάλυψε τα περίφημα ρεύματα στην ποίηση, που ήταν ο φουτουρισμός, ο λετρισμός, ο ντανταϊσμός, με ουσιαστικό αποκορύφωμα τον υπερρεαλισμό. Ο υπερρεαλισμός, πολύ πριν αυτο-υπονομευθεί, μπόρεσε να δώσει ένα σωστό παράδειγμα μιας προσπάθειας για την υπέρβαση της σχολαστικιστικής λογικής του μέσου νου, με τον Αντρέ Μπρετόν και το περίφημο μανιφέστο του 1924. Ο υπερρεαλισμός υποστήριξε ότι ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουμε την νοοτροπία του μικροαστού είναι να σκάψουμε στον πυθμένα της ψυχής μας, βαθειά, ουσιαστικά και ειλικρινά. Σύμφωνα και με τις θεωρίες του Φρόυντ, που συνδέονται εν πολλοίς και το κίνημα του σουρεαλισμού, στον πυθμένα της ψυχής μας βρίσκονται όλα τα απωθημένα που φαίνονται παράλογα.
Δέκα χρόνια μετά το μανιφέστο του 1924, έχουμε τα πρώτα "κρούσματα" ελληνικού σουρεαλισμού. Είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος (που αναμφισβήτητα είναι καλύτερος αλλά επιμένει σε μια στείρα υπερρεαλιστική ορθοδοξία), και βεβαίως ο Ελύτης (ο οποίος δημιουργεί έναν "ξεθυμασμένο" σουρεαλισμό που γνώρισε από τον Πωλ Ελυάρ). Η πρώτη του συλλογή μοιάζει σαν να γράφτηκε από Γάλλο ποιητή, και είναι καταπληκτική. Την ίδια εποχή εμφανίζεται και ο Νίκος Γκάτσος (για τον οποίο ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έχει επίσης επιφυλάξεις)...
Ο Γιώργος Σαραντάρης δεν έχει σχέση με τον γαλλικό υπερρεαλισμό αλλά με ιταλικούς φουτουρισμούς. Ο Δημήτρης Παπαδίτσας, στον πρώτο τόμο των ποιημάτων του, είναι ωραίος σουρεαλιστής αλλά, δυστυχώς, μετά γνώρισε την αρχαία ελληνική ποίηση, προσπάθησε να την μιμηθεί, απέτυχε και κατέρρευσε. Τελευταίος έρχεται ο Μίλτος Σαχτούρης, που νοθεύει τον υπερρεαλισμό του με στοιχεία παιδικής εκφραστικότητας, τα οποία πολλές φορές του κάνουν κακό.
Πολύ νωρίς, αρχίσαμε να γινόμαστε μάρτυρες κάποιας προσπάθειας των σούπερ μοντέρνων να θυμηθούν ότι είναι Έλληνες. Πρώτος λοιπόν ο Σεφέρης προσπαθεί να θυμηθεί την ελληνική παράδοση, με την περίφημη ποιητική συλλογή του Μυθιστόρημα, η οποία είναι εξ ολοκλήρου εμπνευσμένη από την καταστροφή της Σμύρνης, που είναι και ιδιαίτερη πατρίδα του (ξεχνώντας τα ξένα πρότυπα, Ζιλ Λαφολντ από την Γαλλία και Έλιοτ από την Αγγλία)... Είκοσι χρόνια μετά, έβγαλε την ποιητική συλλογή Κύπρον ου μ' εθέσπισεν (1955), την οποία αργότερα μετονόμασε σε Ημερολόγιο καταστρώματος Γ...**
Παράλληλα, και ο Ελύτης θέλησε, το 1960, να κάνει "το ευαγγέλιο του ελληνισμού" που λέγεται "Άξιον εστί".
Οι μοντέρνοι μας ποιητές ανανέωσαν την ελληνική ποίηση, έθαψαν την Παλαμική παράδοση, δεν τόλμησαν όμως να έρθουν αντιμέτωποι με τον Καβάφη...
Το διάστημα 1950 έως 1975 χαρακτηρίζεται από μια σειρά φαινομένων που δεν αλληλεπιδρούν και αναπτύσσονται παράλληλα. Καθώς ο υπαρξισμός ως φιλοσοφία, με τον Σαρτρ, στο Παρίσι, είχε αρχίσει να διαδίδεται όλο και περισσότερο, εμφανίστηκαν στην Ελλάδα οι πρώτοι υπαρξιακοί ποιητές. Στην διάλεξη του, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αναφέρεται αρχικά στους: Μελισσάνθη, Άρη Δικταίο, Ζωή Καρέλλη, Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, Ελένη Βακαλό, και Τάκη Σινόπουλο.
Αυτήν την τρίτη εικοσιπενταετία χαρακτηρίζει επίσης η κοινωνική ποίηση, με τον κολοσσό που λέγεται Ρίτσος, κοντά στον οποίο και ο Νικηφόρος Βρεττάκος.
Κατά την απελευθέρωση, οι βασικοί συνεργάτες του περιοδικού Ξεκίνημα και αργότερα του περιοδικού Κριτική ήταν ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Κλείτος Κύρου και ο Πάνος Θασίτης.
Το τρίτο ρεύμα που χαρακτηρίζει αυτήν την εικοσιπενταετία είναι οι ρεαλιστές ερωτικοί ποιητές του περιοδικού Διαγώνιος, ιδρυτής του οποίου ήταν ο Ντίνος Χριστιανοπουλος. Το πιο βασικό χαρακτηριστικό του κύκλου αυτών των ποιητών είναι το στοιχείο του ρεαλισμού, το οποίο εισάγεται μέσα σ' ένα θέμα ποιητικό, όπως ο έρωτας, ένα θέμα που κατά κανόνα ήταν άθυρμα της αισθηματολογίας.
Η τέταρτη και τελευταία εικοσιπενταετία του εικοστού αιώνα (1975 - 2000) έχει το εξής χαρακτηριστικό: οι ποιητές δεν μιμούνται αλλά επηρεάζονται από πιθανά και απίθανα πρότυπα, ελληνικά ή ξένα, γελοία ή σοβαρά. Εδώ έχουμε χαμηλές προσωπικότητες και επιμονή στην επιβίωση. Μέσα στην γενιά του 70, διακρίνουμε την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ και τον Λευτέρη Πούλιο. Ακολουθεί ο Μάρκος Μέσκος και η Κική Δημουλά, η οποία συνδιάζει επιρροές από τον Καβάφη με στοιχεία του παραλόγου.
*Ολόκληρη η διάλεξη, εδώ
**Ο Χριστιανόπουλος χαρακτηρίζει αυτήν την μετονομασία προδοτική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου