(από
μια μικρή συλλογή αδημοσίευτων διηγημάτων μου)
Το μεσημέρι, έκαναν όλα μια στάση στη βρύση.
- Πρώτη, Πρώτη, πατημένο τόπι!
- Δευτέρα, Δευτέρα, κόκκινη μαχαίρα!
- Τρίτη, Τρίτη, η τρύπια σου η μύτη!
- Σε
‘δε η μάνα σου Δεσποινάκι που είσαι μέσ’ στα χώματα; Και
τα καινούργια σου παπούτσια γιατί δεν τα φορείς, έτσι ξυπόλητο πααίνεις στο
σχολείο;
- Δεθτάθηκα και τα 'βγαλα.
- Πούναι το δόντι σου μωρή, τό 'φαε ο ποντικός, έ;
- Μού τό 'δεθε χτεθ με μια κλωθτή η μάνα μου και το
τράβηκθε.
- Α, γιαφτό ψευδίζεις, ε;
- Εθύ πθεβδίδεις!
- Κράτα μου τον τέντζερη να δέσω τη στάμνα στην πλάτη κι'
έναι βαργιά.
- Πριιίτθ!
- Γιά τ'ρα, γιά τ'ρα, το κακορίζικο μια σταλιά πράμα και
βγάζει και γλώσσα!
Έστριψε
φορτωμένη με τον τέντζερη και τη στάμνα να κατηφορίσει το μονοπάτι, ενώ το μελίσσι που
ξεχύνονταν από το σχόλασμα βούιζε ακόμα. Μερικά μελισσόπουλα την πήραν στο
κατόπι.
- Βιολέττα! Βιολέττα!
- Τι ναι μωρή;
- Την άρμεξες την κατσίκα;
- Σύρε να παίξεις και να μη σε νοιάζει τι έκανα γώ.
- Βιολέττα, Βιολέττα! Έχεις φάει σύκο ρόιδο και σταφύλι;
- Κάμε καλά πιδί μ!
- Συ κορόιδο και στα 'φίλει - συ κορόιδο και στα 'φίλει - συ
κορό...
- Θυ κορόιδο και θτα 'φίλει – θυ κορόιδο και θτα 'φίλει - θυ
κορό... τραγουδούσε και το Δεσποινάκι, και κούναε πέρα δώθε τα δαχτυλάκια, με
τον αντίχειρα καρφωμένο στο μυτάκι του.
-
Βιολέττααααα!!!
- Έρχομαι μάνα, τι ξεφωνίζεις;
- Μη μπα και νεραϊδιάστηκες μωρή και πα να μου κάψ’ς το
σπίτ;
- Δεν ξέρω τι μού κρένεις.
- Τι να σού κρένω αρή που μάς εχτύπησε κεραυνός, δεν
εμύρισες εσύ καπνό, ε;
- Από κάτω της παπαδιάς κάτι καίγεται.
- Ποιας παπαδιάς και μού πονεί το πόδι, κατέβα τον
καταρράχτη να δείς τι φκειάνει η θράκα στο κατώι που θα με κάψεις ζωντανή!
- Ξέχασα το τσουκάλι με τα βλήτα.
- Για βλήτα έτρεχες αξημέρωτα στο περιβόλι, για μη μπά και
νόμισες πως εκουφάθηκα επειδή μού εράισε ο γάιδαρος το ποδάρι, ε;
- Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω τέτοιαν ώρα.
- Την ώρα την κακιά σου ήθελες, για μπα και δεν ακούς που
έχει βουήξει το χωριό να λέει;
- Το χωριό, φκειάνεις δε φκειάνεις, τέτοια λέει.
- Τα μυαλά στο κεφάλι δεν είχες από μικρή, λέω γω. Δεν
κοιτάς να στρώσεις ριζικό και ξώμεινες στο ράφι, αυτό λέω γω. Τη μια
μεγαλοπιάνεσαι, την άλλη νεραϊδοχτυπιέσαι. Σβήσε τι θράκα και μού πονεί το
πόδι, ωωωχ...
- Τι
χαλεύεις πάλι στο σπίτι του γεωπόνου αρή;
- Κοίτα δουλειά σ’ εσύ!
- Γιά τ'ρα μυαλά! Σάμπως να σκιάχτηκες που μ’ είδες, για
μού φάνηκε;
- Κοίτα δουλειά σου, είπα!
- Και σάμπως τι φαντάστηκες μωρ’ καψερή, ότι θ’ αφήσει τη
γυναίκα του να πάρει εσένα για;
- Άμε στην κάμαρή σου κυρά μ, τι θέλεις από μένανε πρωί
πρωί;
- Σάμπως δεν έρχεσ’ απ’ του γεωπόνου, θα με βγάλεις
ψεύτρα;
- Ψεύτρα δε σε βγάζω, κι’ απέ; Είχα πάει να τού πλύνω τα σκουτιά.
- Γιά τ’ρα μυαλααά, κάμε καλά, στάλεγα εγώ, σύρε μωρή στον
κάμπο να μαζέψεις τη φοράδα που λύθηκε!
Αυτός αύριο μεθαύριο θα φύγει, γιά τ’ρα καλά λοιπόν, μη γκξεμυαλίζεσαι, τρελλή,
έ τρελλή...
-
Βιολέττα, μη μπά και ξέρεις πού είναι ο γεωπόνος;
- Γιατί ρωτάς εμένα να σού πώ;
- Δεν ξέρω, πρώτη φορά αργεί, είχαμε κάμει συμφωνία ν’
ανταμωθούμ’ εδώ στις έξι μαζί με τον πρόεδρο και τον αρχιεργάτη.
- Κι’ απέ;
- Ε, δεν ήρθε.
- Και μένα γιατί με ρωτάς;
- Γιατί 'ναι ‘φτα η ώρα.
- Εφτά;
- Εφτά και τέταρτο. Και το ποδήλατό του είναι όξω από την
πόρτα.
- Τού χτύπησες;
- Πολλές φορές.
- Ε κι απέ;
- Δε μού κρένει.
Σήκωσε
τα φουστάνια της κι έτρεξε σα να τη χτύπησε κεραυνός.
Μπήκε στην άδεια σάλα, σφάλισε τα παράθυρα, αμπαροκλειδώθηκε στην κάμαρή της.
Έβγαλε όλα τα ρούχα τελετουργικά. Ξέπλεξε τα κοτσίδια κι έπιασε να χτενίζει τα
μαλλιά της. Μία τα 'ριχνε πίσω και μία μπροστά. Κοίταζε το είδωλό της στον
καθρέφτη. Της είχε πει πως ήταν όμορφη αλλά δεν τον πίστεψε. Πρώτη και τελευταία φορά που κοιτάζονταν έτσι.
Στήθη μικρά, λίγο στραβά, σαν κακοφυτρωμένα λεμόνια.
- Γυναίκα είσαι συ μωρή, πώς θα βυζάξεις παιδιά; Καψερή ε
καψερή... γύρισε η φωνή της μάνας της μέσα στο μυαλό δύο τρείς φορές σαν ηχώ.
Τα ‘κλεισε μέσ’ στις χούφτες της. Τα σκέπασε με τα μαλλιά
της. Χάιδεψε τους στενούς γοφούς. Ζούληξε τη μύτη στο κρύο γυαλί. Κι έπειτα, γύρισε
απότομα τη στροφή κι’ ο κόσμος θόλωσε. Πρώτα ήρθε η βροχή, μετά τα δάκρυα
βράσανε και ο κόσμος καίγονταν. Ποιος κόσμος, όλα τελειώσαν, όλα
λοιώσαν, δεν υπήρχε κόσμος. Έτσι τρελλαμένη και τυφλή σωριάστηκε μπρούμυτα στο
κρεββάτι και την αλαφιάσαν οι λυγμοί. Από δεκάξι χρονώ είχε να κλάψει.
...
«Τσιμπήματα φιλήματα, πάρε νερό και πλύνε τα»...
"Στην Αστραλία να πάς, καψερή, στην Αστραλία με τον αδερφό σου,
δεν έχει το χωριό παιδιά, φύγανε όλοι, τι να ζηλέψει από σένανε ο
δάσκαλος, τα πλούτη για την ομορφιά σου, πρόσεχε κυρά μου, πρόσεξε γιατί θα σε
γελάσει, πρόσεξε να μη σε ματαιώσει", της λέγαν όλοι.
Και τη γέλασε. Τη ματαίωσε. Ματαιώθηκε, έκλαψε, και μεγάλωσε.
Και τώρα;
Τ’
όνειρο, τ’ όνειρο, άει βάει μάναμ... ήξερε, ξέρουν τα
όνειρα.
- Φεύγω, πάω στη
βρύση, τής είχε πεί.
- Άσε
μου τη στάμνα όταν γυρίσεις, να σε θυμάμαι, του είπε
κείνη και τον περίμενε. Αλλά δε γύρισε.
Τ’ όνειρο μάνα μ’, τ’ όνειρο...
Έναν
αιώνα μετά, κάποιος τής χτύπησε την πόρτα.
- Άνοιξε, εγώ είμαι θειά.
Ήρθε ο αστυνόμος και τον βρήκαν κοιμισμένο στο κρεββάτι,
της είπε.
- Πάνω στο τραπέζι το μεσημεριανό φαγητό, όπως τού το χες
αφήσει, ούτε που τ’ άγγιξε, σκεπασμένο. Ήτανε σφαλισμένος από μέσα ο σύρτης.
Τον σπάσανε και μπήκαν. Εγώ τον είδα
για τελευταία φορά. Είσαι χλωμός τού είπα, μην πας σήμερα για δουλειά, κάτσε στη
δροσιά, να παίξουμε κανένα ταβλάκι. Κερνάω και ουζάκι πιο μετά. Κι’ άμα δε ντο
θες, έχει γλυκό σταφύλι σπιτικό στο καφενείο, στον πλάτανο. Μού γέλασε, με χαιρέτησε και πήρε την ανηφόρα. Γύρισε, ξάπλωσε, κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε. Αύριο τα ξημερώματα θα τον πάρουν στην Αθήνα.
Βουβάθηκε. Αγαλματώθηκε όπως την άλλη φορά, τότε που παντρεύτηκε ο δάσκαλος. Τώρα
ήταν θάνατος, τότε ήταν γάμος, δεν υπήρχε όμως καμία διαφορά. Πάγωσαν όλα μέσα
της, άσπρισε, μαρμάρωσε, ματαιώθηκε ξανά.
Ο ανηψιός τής τράνταξε τους ώμους. Τής έριξε και δυό
μικρά μπατσάκια.
- Το γιατρό, πα νά βρω το γιατρό, ψιθύρισε κείνη σα
συνήλθε, μόνο για μια στιγμή, μια τελευταία απόπειρα πριν την άβυσσο.
- Κάτσε κεί που κάθεσαι. Έχει δουλειά ο γιατρός. Είναι
μαζί με τον πρόεδρο και τον αστυνόμο και γράφει. Εσύ τι θα πα να κάνεις μέσ’ στη
μέση; Κάτσε κεί που κάθεσαι.
Κάθισε. Όλη τη νύχτα κάθονταν. Το κρεββάτι ξημερώθηκε
μοναχό, στρωμένο κι’ άδειο. Προτού ξυπνήσει το χωριό, πήρε κι’ έσουρε τα πόδια
της μέχρι το πράσινο σπίτι με τα κόκκινα κεραμίδια, το τελευταίο βγαίνοντας αριστερά. Εκεί που άρχιζε και τελείωνε το βασίλειο και η φυλακή της. Στάθηκε ακόμα μια φορά, στρατιωτάκι αμίλητο, ακουνητο κι' αγελαστο, μπροστά στο τελευταίο σπίτι του χωριού, εκεί στο όριo, εκεί όπου άρχιζε το άγνωστο και τέλειωνε ο κόσμος. Εκεί, στο
χωματόδρομο απ’ όπου μπαίναν όλα τα αυτοκίνητα και τα λεωφορεία. Εκεί που είχε καρφωμένη την ταμπέλλα με γραμμένο επάνω το όνομα του αγίου, το όνομα του χωριού. Από την μια μεριά γραμμένο σκέτο με γράμματα μπλε, κι από την άλλη με μία κόκκινη διαγώνια γραμμή να το
διαγράφει. Εκεί που είχε κλείσει όλη της τη ζωή, αταξίδευτη. Εκεί που τον είχε συναντήσει για πρώτη φορά. «Είμαι εγώ που θα σού δείξω πού θα μένεις», του είχε πει, κι' αυτός την ακολούθησε.
Αρκετά μεγαλύτερος της, ούτε πολύ νέος, ούτε πολύ όμορφος, ούτε πολύ ψηλός. Αφοσιωμένος στη δουλειά του, ήταν σοβαρός, δεν έδινε δικαιώματα, είχε όμως ένα
παράπονο στο βλέμμα, σαν μικρό παιδί που γυρεύει τη μάνα του.
Του ‘φερνε νερό από
τη βρύση. Του ‘πλενε τα ρούχα και του μαγείρευε. Αυτά της ζήτησε και αυτά έκανε. Ήταν σιχασιάρης
κι' έπινε μονάχα από το δικό του ποτήρι που το σκέπαζε μ’
ένα μικρό πιατάκι στο τραπέζι της κουζίνας. Κι' από τη δικιά του στάμνα που την τύλιγε πάντα με βρεγμένο πανί. Δεν του έφερνε αντίρρηση.
Εκεί τον είχε συναντήσει για πρώτη φορά, στο τελευταίο
σπίτι του χωριού, τελευταίο όταν φεύγεις και πρώτο όταν έρχεσαι. Έπαιξε λίγο με τη
σκέψη. Τελευταίο – Πρώτο, Πρώτο – Τελευταίο. Στην αρχή, το πρώτο με το τελευταίο
φαίνονταν ίδια, πέρασαν κάμποσα χρόνια για να καταλάβει τη διαφορά.
Το πρώτο ήταν απόρριψη. Το τελευταίο ήταν ένα ανυπέρβλητο όριο, εκεί από όπου δεν μπορείς να δεις παραπέρα, εκεί που ο χρόνος παγώνει κι έτσι το νερό κρατιέται πάντα
δροσερό.
Πέρασε κάμποσος καιρός μέχρι να καταλάβει πως ήταν ακόμα
ζωντανή. Με κλεισμένο στην καρδιά της ένα ποτάμι αγριεμένο και βουβό, που ο χρόνος
το ημέρωνε μέρα με τη μέρα μέχρι να το κάνει παραμύθι, και μία στάμνα,
φυλαγμένη καλά στο πιο σκοτεινό και κρυφό της κελλάρι. Κι από τότε, κάθε μέρα, πήγαινε στη βρύση, τη γέμιζε, την έπαιρνε αγκαλιά και τη φάσκιωνε σα μωρό μ’
ένα βρεγμένο πανί, για να κρατάει το νερό δροσερό. Χρόνια και καιρούς. Κάθε
μέρα.
Όταν
γέρασε για τα καλά, ανέβασε τη στάμνα και τη στόλισε πάνω
στη σάλα. Έγινε της μόδας. Τώρα πια το νερό ήταν άφθονο και τρεχούμενο μέσα στα
σπίτια, οι στάμνες έγιναν γλάστρες με γεράνια στις αυλές, άνθρωπος δεν πάταγε στη
βρύση. Μόνο κάτι τουρίστες που στεκόνταν να διαβάσουνε κάτι γράμματα
σκαλισμένα. «Επί δημάρχου... εν έτει»...
Όμως αυτή, αν ήξερε γράμματα, άλλα θα 'γραφε πάνω στις πέτρες, αλλά δεν ήξερε. Δυό
τάξεις είχε βγάλει μόνο απ’ το σχολείο. Στα μισά της Τρίτης Δημοτικού ορφάνεψε. Πιάστηκε με τις δουλειές από νωρίς -μια στο περιβόλι και μια στο σπίτι- κι' έτσι σταμάτησε.
Ο
ζωντανός ο χωρισμός γεμίζει πίκρα τις καρδιές,
οι ζωντανοί σπάνια κερδίζουνε συχώρια. Όμως ο θάνατος πραγματώνει τα παραμύθια. Είναι σαν το νερό για τα γεράνια. Τα δροσίζει, τα δικαιώνει, τα
θεριεύει, τα ομορφαίνει, τα εξαγνίζει. Λες να ‘ναι αυτός ο λόγος που λένε έτσι το «αθάνατο
νερό»; Ποιος να το ξέρει;
Λεξιλόγιο
για τ'ρα = για τήρα, κοίτα
καταρράχτης =άνοιγμα στο πάτωμα που οδηγεί στο κατώι. Σε άλλα μέρη λέγεται και γκλαβανή.
κι' απέ = κι' έπειτα, και τι μ' αυτό
κρένει = κρίνει, λέει, μιλά, απαντά
σκουτιά = ρούχα
φκειάνεις = κάνεις
χαλεύεις = γυρεύεις, ζητάς