Κείμενο της Μαριανίνας Κριεζή για την Αρλέτα
Ανήκω σε μια συντεχνία στιχουργών που υπηρετεί την τέχνη του τραγουδιού και όχι το image των τραγουδιστών. Δεν κόβουμε και ράβουμε στίχους στα μέτρα κανενός σταρ, ούτε αλλάζουμε λέξεις και φράσεις επειδή «δεν ταιριάζουν με το προφίλ του». Συνεργαζόμαστε λοιπόν αποκλειστικά με τραγουδιστές που δεν είναι εγκλωβισμένοι στην καλλιτεχνική τους περσόνα αλλά έχουν την προθυμία και την ικανότητα να λένε πράγματα ακόμα και ασύμβατα με αυτήν. Όπως η Αρλέτα.
Παραβλέποντας το γεγονός ότι στη συνείδηση του κοινού είχε εγγραφεί ως η απόλυτη εκπρόσωπος του νεορομαντισμού, η Αρλέτα έγραφε ό,τι πραγματικά αισθανόταν και τραγουδούσε ό,τι γούσταρε. Κατά δε τη συνεργασία μας, τραγουδούσε ό,τι μου κατέβαινε: Ούτε τις φασολάδες και τα τουρλού μου δίστασε να πει, ούτε το στραγάλι του έρωτά μου, ούτε τα μπαρμπούνια μου τα μαρινάτα.
Δε φοβόταν το χιούμορ. Επειδή η ίδια το διέθετε άφθονο και σωζόταν από αυτό, το εκτιμούσε ιδιαίτερα και, εξ ενστίκτου, ήξερε πώς να το χειρίζεται: Δεν έκαιγε τα αστεία με κρυόκωλους υπερτονισμούς αλλά τα τραγουδούσε ως σοβαρά, σαν έμπειρη ηθοποιός. Η απελευθερωτική και για τις δυο μας σχέση της με το χιούμορ, είναι ίσως αυτό που νοσταλγώ περισσότερο.
Από τη συνεργασία μας αποθησαύρισα το δώρο που μου έκανε μερικές φορές στο σπίτι της στα Εξάρχεια, αργά τη νύχτα, όταν μας τέλειωναν σιγά-σιγά τα λόγια μαζί με τους θορύβους της πόλης. Καθισμένη στην απέναντί μου πολυθρόνα, έπαιρνε τότε την κιθάρα της και τραγουδούσε: To αγαπημένο μου «Τραγούδι της δραχμής» της. Την «Queen of hearts» το «Scarborough fair» τις «Sisters of mercy» και τη «Suzanne» -αστείρευτες για μένα πηγές συγκίνησης που εκείνη μου τις αποκάλυψε. Και, τέλος, δυο-τρία ηπειρώτικα της Αγάπης (από τον πατέρα της τα άκουγε, μου είχε πει).
Πόσο λυπάμαι που δε δισκογραφήθηκαν οι καθηλωτικές της ερμηνείες που αναδείκνυαν την οικουμενικότητα των παραδοσιακών μας τραγουδιών. Τι κρίμα που τις πήρε ο αέρας.
Δεν ξέρω πώς να περιγράψω την εμπειρία μου από εκείνα τα οικιακά μίνι live της Αρλέτας, τα φωτισμένα μόνο από μια λάμπα-βιτρό με καραμελένια χρώματα. Μια νύχτα ακόμα πιο παλιά, στα πρώτα νιάτα μου, είχα ακούσει στο κέντρο του Παρισιού ένα αηδόνι. Ήταν η ίδια αίσθηση.
Τα αηδόνια δεν κελαηδάνε σε αιχμαλωσία. Το ήξεραν αυτό οι έμποροι του τραγουδιού, όταν ακόμα έψαχναν για αηδόνια και κορυδαλλούς αντί να εκτρέφουν σουσουράδες. Εξαρχής λοιπόν από όσο ξέρω, αν και απρόθυμα, την άφησαν αμολάτη έτσι όπως τη γνώρισα: Απείραχτη από το μάρκετιγκ, να τραγουδάει τη ζωή σαν πετεινό του ουρανού, χωρίς να κάνει δημόσιες σχέσεις αλλά μόνο ιδιωτικές. Χωρίς να κολακεύει ούτε τους δημοσιογράφους ούτε το κοινό. Και χωρίς να ενδιαφέρεται να εξασφαλίσει παρά μόνο τα απαραίτητα για μια αξιοπρεπή διαβίωση: «Ή με το Θεό είσαι ή με το Μαμωνά», έλεγε η Αρλέτα.
Πηγή: Έτσι όπως τη γνώρισα [ipolizei, Γιάννης Κολλιάκος]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου