Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι.
Ωραίο αλλά και επικίνδυνο.
Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες στην άμμο.
Όταν τον θυμηθήκανε ύστερ’ από μέρες
σηκώσαν το καπέλο του.
Δεν ήταν από κάτω.
Μια πάλλευκη τουρίστρια απʼ το βορρά
τα ʽφτιαξε με τον ήλιο.
Κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες.
Σκούρυνε, αφομοιώθηκε απʼ το τοπίο.
Οι δικοί της τώρα την αναζητούν
μέσω του Ερυθρού Σταυρού.
Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός.
Αν τους βαστάει τώρα
ας με ξαναδείρουν, είπε.
Πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά
μαχαίρι και πιρούνι
και χωρίς να τρυπηθούν
του φάγαν την καρδιά.
Ένα σκυλί κυνηγημένο
δάγκωσε την ουρά του και την έφαγε.
Ύστερα έφαγε όλο το κορμί του.
Έμεινε μόνο το κεφάλι του στα βότσαλα
νʼ ασπρίζει από τα κύματα γλειμμένο.
Βαθιά ένα καράβι έμενε ακίνητο.
Ακίνητο ένα καλοκαίρι.
Φυσούσαν άνεμοι φουσκώναν τα πανιά.
Δεν έλεγε να φύγει. Τι περίμενε;
Κανείς δεν ξέρει.
Αργύρης Χιόνης, Το ωραίο καλοκαιρι από το βιβλιο Η φωνή της σιωπής και την συλλογή ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου