Τα παιδιά μου με φωνάζουν μαμά. Απ' τη στιγμή που βγήκαν απ την κοιλιά μου κι ο γιατρός τα κράτησε ανάποδα, με τον ομφάλιο λώρο να κρέμεται ακόμα, όπως ο κάβος που ψάχνει δέστρα, ανοιγόκλειναν το στόμα τους σαν ψάρια για να πάρουν αέρα, κι ήταν σα να έλεγαν κιόλας "μαμά".
Η Μαρία, τρεις νύχτες στο νοσοκομείο της Λέρου, με φώναζε στην παραζάλη της "μαμά". Η σχολική εκδρομή, παραλίγο τραγωδία. Ένα ποδήλατο τρέχει ξέφρενα στην κατηφόρα του Πλατάνου, η Μαρία σκάει στη τζαμαρία, γίνεται μια μάζα αίμα και δόντια σπασμένα κι εγώ τρεις νύχτες, αχτένιστη σα μέδουσα, με τη μαμά της Μαρίας στη Γερμανία, γίνομαι μια μέδουσα μαμά.
Ο Αμπντούλ, στα ίδια πάνω- κάτω χρόνια μ' εμένα, διπλός σε ύψος και σε βάρος, πώς τα κατάφερε όταν κάτσαμε κατάχαμα στο τσιμέντο έξω απ' το νεκροτομείο και μέσα ήταν η γυναίκα και τα δύο του παιδιά, πώς τα κατάφερε ο γίγαντας κι έγινε στην αγκαλιά μου μια σταλιά και με μια άγρια θολούρα του μυαλού του, με φώναζε "μαμά".
Τις νύχτες με βροχή όταν μπουμπουνίζει και βροντά, η Μπόμπο η μικρούλα, δε γαυγίζει για να μη με ξυπνά, όμως φέρνει το φόβο της στα πόδια του κρεβατιού μου, κουλουριάζεται και είναι σα να την ακούω να λέει, "φοβάμαι, μαμά".
Η μαμά μου λίγο πριν φύγει για πάντα, ξανάγινε μωρό, που δεν έχει μάθει ακόμα να περπατά. Άκουγε τις νύχτες λίγο απ' τα αυτοσχέδιά παραμύθια, κι όταν η χαμηλή φωνή μου και τα χάπια βάραιναν τα βλέφαρα για τα καλά, μου έλεγε "καληνύχτα, θα κοιμηθώ τώρα, μαμά".
Μου λείπει εκείνη η αγκαλιά. Μια αγκαλιά γεμάτη χαστούκια, μα καμιά αγκαλιά πιο απάνεμο λιμάνι σε φουρτουνιασμένη θάλασσα και κανένα χαστούκι με τόσα χάδια παρηγορημένο.
Μου λείπει η λέξη "μαμά".
Νίνα Γεωργιάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου